ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

 Γράφει ο Γιάννης Κουτσοκώστας  

             Όπως σε κάθε κοινωνία έτσι και στην Καναλιώτικη οι σχέσεις μεταξύ των μελών δεν εξαντλούνταν στις χαρές και στις λύπες, στα πανηγύρια και στις γιορτές, αλλά επεκτείνονταν και σε σχέσεις συνεργασίας. Αν λάβουμε υπόψη το πραγματικό γεγονός ότι η κύρια απασχόληση των κατοίκων του χωριού μας ήταν η καλλιέργεια των χωραφιών τους και η εκτροφή των οικόσιτων ζώων, η ανάγκη για συνεργασία γινόταν επιτακτική. Έτσι προέκυψαν οι συνεταιριστικές σχέσεις όπως το αραδικό (αραδκό), η κολιγιά και η ρόγα. Και τα τρία όταν ακούγονται μας φαίνονται άγνωστα. Μια αναπόληση στο παρελθόν θα επαναφέρει στη μνήμη των παλαιοτέρων και θα καταγράψει στη συνείδηση των νεοτέρων το σκηνικό εκείνων των χρόνων.

ΑΡΑΔΚΟ

  Κάθε οικογένεια εξέτρεφε οικόσιτα ζώα, κότες, γίδες, πρόβατα, μανάρια, κατσίκια, αγελάδες, γουρούνια, υποζύγια κ 'α. για τις ανάγκες της. Έτσι καθημερινή απασχόληση είχαν με τα οικόσιτα ζώα. Για να εξασφαλίσουν την τροφή των ζώων έπρεπε αλλού να πάνε τα γίδια και τα πρόβατα και αλλού τις αγελάδες για να βοσκήσουν. Εξ’ άλλου ο αριθμός των οικόσιτων ζώων που είχε η κάθε οικογένεια ήταν περιορισμένος και τα μέλη της οικογένειας δε μπορούσαν να ανταποκριθούν στις ανάγκες για τροφή του κάθε ζώου. Έτσι προέκυψε η ανάγκη για συνεργασία. Αφού το μελέτησαν πήραν την απόφαση να συγκεντρώνουν όλοι οι χωριανοί τα ζώα τους , ιδίως τις γίδες που δεν πειθαρχούσαν εύκολα στα χουγιάσματα του τσομπάνη κάθε πρωί στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Εκεί ένας ή δυο τσομπάνηδες  που ορίζονταν με σειρά , αράδα, κατηύθυναν το κοπάδια με τα γίδια προς τη βοσκή. Έτσι η μορφή αυτή συνεργασίας ονομάστηκε αραδικό και κατά τη ρουμελιώτικη έκφραση αραδκό.

Υπήρχαν αρκετοί χωριανοί μας οι οποίοι είχαν κοπάδια από πρόβατα και γίδια. Το μεγαλύτερο κοπάδι με γίδια το είχαν οι Σιολαίοι (Γεώργιος και Κων/νος Σιόλος, αδέλφια). Αποκλειστική απασχόληση και των δυο ήταν η αιγοτροφία. Επειδή οι Σιολαίοι δε μπορούσαν στο κοπάδι τους να πάρουν και άλλα γίδια, έτσι το αραδκό ήταν η μόνη λύση. Όταν τα γίδια ήταν πολλά, τότε επιλέγονταν δυο τσομπάνηδες την ημέρα. Είχε καθιερωθεί να ακολουθούν άλλο δρόμο για βοσκή τις προμεσημβρινές ώρες και άλλο δρόμο τις μεταμεσημβρινές. Κριτήριο σ’ αυτό το οδοιπορικό ήταν η σκιά. Έτσι το πρωί θα πήγαιναν το κοπάδι προς την ανατολική όχθη του Ρουστιανίτη φτάνοντας μέχρι το Πουρί και το απόγευμα το κοπάδι ακολουθώντας τα απόσκια της δυτικής όχθης του ποταμού θα περνούσε από τη ρεματιά και τις πλαγιές στα Ζιρέλια, Άβαρο, Γλαντίνια και θα έμπαινε μέσα στο χωριό το βράδυ από τα Ρουμιάτικα. Όταν οι Καναλιώτες λιγόστεψαν, για τους δικούς τους λόγους, τις γίδες τους τότε αναγκάστηκαν να σταματήσουν και το αραδκό. Όμως κατά τη περίοδο της αναπαραγωγής κατέφευγαν στους Σιολαίους που είχαν κοπάδια με γίδια παρακαλώντας να φυλάξουν και τις δικές τους γίδες δίνοντας και τη σχετική ρόγα.

Ο πιο περήφανος, ο πιο μερακλής τσοπάνης για τα γίδια ήταν ο Γεώργιος Ε. Σιόλος, ο Ταρνογιώργος. Το παρωνύμιό του ήταν Ταρίνας. Για τους χωριανούς μας μπορεί να ήταν ένα παρατσούκλι σκωπτικό, αλλά ήταν όνομα εντιμότητας και ηθικής. Γενικά οι Ταρναίοι τηρούσαν με ευλάβεια τους όρους της οποιασδήποτε συμφωνίας που έκαναν και η συμπεριφορά τους υπαγορευόταν από τους άγραφους κανόνες της παράδοσης, της ηθικής και της πίστης τους.

Στα χαράματα σκάριζε το κοπάδι του. Πολλές φορές περνούσε μέσα από το χωριό. Όλοι εκείνη τη στιγμή ήταν σε έγερση. Στο κοπάδι αυτό προστίθενταν πολλές φορές και οι γίδες πολλών συγχωριανών μας και το κοπάδι πλήθαινε. Ο Ταρνογιώργος λυγερόκορμος σαλαγούσε τις ανυπότακτες γίδες έχοντας κατά νου με ποιο κυπρί θα τις καταδικάσει να το κουβαλούν όλη την ημέρα. Στην πλάτη του είχε πάντα δυο ντορβάδες. Έναν μικρό με λιτό φαγητό κι ένα καυκί και έναν μεγάλο με πολλά κυπριά. Όταν έβγαινε έξω από το χωριό, φρόντιζε στις ανυπότακτες και ασταμάτητες κατσίκες να κρεμάσει ένα μεγάλο κυπρί, οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να τις χάσει. Οι γίδες, μανάρες, ασυνήθιστες σε τέτοια πειθαρχία του κοπαδιού γρήγορα προσαρμόζονταν και ο τσομπάνης δεν είχε την αγωνία ότι θα ξεφύγουν από το κοπάδι. Τα κυπριά δεν τα χρησιμοποιούσε για να εντοπίζει εύκολα τις γίδες που έτρεχαν μπροστά, αλλά απολάμβανε την αρμονία των ήχων. Είχε πολλά και διαφορετικά κυπριά τα οποία είχε στο σπίτι του και κάθε φορά δοκίμαζε τον ήχο για να βρει την κατάλληλη αρμονία. Στο σκάρισμα του κοπαδιού όχι μόνο δοκίμαζε την αρμονία των ήχων αλλά και την απολάμβανε. Ένιωθε τη μεγαλύτερη χαρά. Ζούσε στιγμές ευτυχίας. Αν μπορούσαμε να μπούμε στην ψυχή του θα νιώθαμε κι’ εμείς αυτά τα συναισθήματα και θα καταλαβαίναμε ότι η πραγματική χαρά και ευτυχία είναι να κάνεις τη δουλειά σου με ευσυνειδησία και αγάπη. Όταν βράδιαζε το κοπάδι πλησίαζε προς το χωριό. Πόσες φορές η αρμονία των κυπριών ηχούσε ευχάριστα στα αυτιά μας. Όσο πλησίαζε το κοπάδι προς το χωριό όλο και λιγότερα κυπριά ηχούσαν. Ο τσομπάνης φρόντιζε να βγάλει τις κουλούρες με τα κυπριά, ιδίως από τις μανάρες γίδες και έτσι οι γίδες έφταναν στο μαντρί τους καταλαγιασμένες. Λέγαμε τότε ότι η ανυπότακτη, η κακότροπη κατσίκα όταν πάει στο κοπάδι στρώνει. Μπορεί να στρώσει στο κοπάδι αλλά το χούι δεν το κόβει.

Το αραδκό συνεχιζόταν και με άλλα ζώα. Όταν έφτανε το καλοκαίρι και τα χόρτα από τα λιβάδια άρχιζαν να ξηραίνονται, όσοι είχαν μεγάλα ζώα , ιδίως στέρφες αγελάδες και δαμάλες φρόντιζαν να τις μεταφέρουν στα βουνά για όλο το διάστημα του καλοκαιριού για να βόσκουν εκεί στα λιβάδια καθ’ όσον είχαν πράσινο χορτάρι. Έτσι με τη σειρά, αραδκό, ανά δυο αναλάμβαναν τη φύλαξη και τη βοσκή των ζώων για δύο ή τρεις το πολύ ημέρες. Με το αραδκό εξυπηρετούνταν ικανοποιητικά όσοι συμμετείχαν σ’ αυτή τη διαδικασία και εξοικονομούσαν χρόνο για να ασχοληθούν και με τα άλλα ζωντανά των και με τις γεωργικές καλλιέργειες. Η μορφή αυτή συνεργασίας γινόταν στην εποχή του καλοκαιριού όταν όλα τα μέλη κάθε οικογένειας λίγο ή πολύ ήσαν απασχολημένα σε κάποια εργασία και έδινε την ευκαιρία να δημιουργούν και ανθρώπινες σχέσεις. Η ζωή συνεχιζόταν

ΚΟΛΙΓΙΑ

Το όργωμα των χωραφιών γινόταν με άροτρα συρόμενα από ζεύγη βοδιών. Στην προσπάθεια πολλών να αποκτήσουν ζευγάρι ζώων χρησιμοποιούσαν πολλές φορές εκτός από την αγελάδα και ένα μεταφορικό ζώο, γαϊδούρι ή μουλάρι, για να σύρει το αλέτρι. Παράταιρο ζευγάρι αλλά αναγκαίο. Όσοι χρησιμοποιούσαν τέτοιο ζευγάρι υπομονετικά και αργά προσπαθούσαν να αναγκάσουν τα ζώα να δεχτούν το ζυγό και να οργώσουν το χωράφι.

Οι περισσότεροι απ’ αυτούς που είχαν πολλά χωράφια συντηρούσαν και ένα ζευγάρι βοδιών για το όργωμα των χωραφιών τους καθ’ όσον η χρησιμοποίηση των γεωργικών μηχανημάτων λόγω του επικλινούς εδάφους και της ελλείψεως δρόμων ήταν αδύνατος. Υπήρχαν αρκετοί που έτρεφαν μια αγελάδα και είχαν λίγα χωράφια. Αυτούς η ανάγκη για να εξασφαλίσουν ένα ζευγάρι βοδιών για το όργωμα των χωραφιών έφερνε κοντά. Έκαναν μια συνεταιριστική επιχείρηση, την κολιγιά

Η λέξη αυτή προέρχεται από το κολίγος που σημαίνει αγρότης που εργάζεται σε τσιφλίκι με εξαρτημένη σχέση εργασίας. Η κολιγιά στη συγκεκριμένη περίπτωση σημαίνει μια συνεργασία, μια από κοινού οργανωμένη επιχείρηση για το όργωμα των χωραφιών. Αυτοί που έκαναν την κολιγιά έβρισκαν τα κοινά σημεία που μπορούσαν να τους ενώσουν.

Εδώ ταιριάζει η φράση, ταίριαζαν τα χνώτα τους.

Έτσι συμφωνούσαν όταν άρχιζε το όργωμα, το φθινόπωρο ή την άνοιξη να χρησιμοποιεί ο ένας το ζευγάρι μία εβδομάδα και ο άλλος την άλλη εβδομάδα μέχρις ότου ολοκληρώσουν το απαιτούμενο όργωμα και σπορά των χωραφιών τους. Τα βόδια για να μπορούν να οργώσουν πρέπει να είναι καλοταϊσμένα. Έτσι οι ιδιοκτήτες των βοδιών ήσαν υποχρεωμένοι να εξασφαλίζουν στα αροτριούντα βόδια ικανοποιητική τροφή ώστε να αποδίδουν στο χωράφι. Στις περιπτώσεις που ένας ιδιοκτήτης είχε αρκετές ζωοτροφές, αναλάμβανε να ταΐσει και το βόδι του συνεταίρου του. Μεμονωμένες ήταν οι περιπτώσεις όπου μερικοί Καναλιώτες χρησιμοποιούσαν ζευγάρι αλόγων ή μουλαριών ή αλόγων και μουλαριών για να οργώσουν μόνο τις λάκκες, καθ’ όσον τα άλλα πλαγερά χωράφια δεν ήταν δυνατόν να τα οργώσουν με άλετρα αυτών των ζευγαριών.

Με τα ζευγάρια τους και την κολιγιά δεν άφηναν σπιθαμή γης ακαλλιέργητη οι Καναλιώτες εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό όχι μόνο το ψωμί τους αλλά και τις ζωοτροφές που ήταν απαραίτητες για τα ζώα τους.

ΡΟΓΑ – ΡΟΓΙΑΣΜΑ

Λίγοι Καναλιώτες ασχολούνταν συστηματικά με την προβατοτροφία. Παράλληλα έκαναν και ορισμένες γεωργικές εργασίες (Στριφταίοι, Λαδαίοι) Οι περισσότεροι όμως είχαν αιγοπρόβατα για συγκεκριμένους λόγους (γάλα , τυρί, αρνιά, μανάρια, μαλλί κ.α.) Από το φθινόπωρο μέχρι και την άνοιξη τη φροντίδα για τα ζώα τους την είχαν οι νοικοκυραίοι. Στο τέλος της άνοιξης άνοιγαν οι δουλειές είτε με την καλλιέργεια των χωραφιών είτε με την αναζήτηση εργασίας αλλού και η φύλαξη και η βοσκή των προβάτων δεν ήταν εύκολη. Γι’ αυτό κατέφευγαν στη ρόγα δηλ. πλήρωναν έναν άλλο κτηνοτρόφο που είχε πολλά πρόβατα για να φυλάγει και να βόσκει και τα δικά του πρόβατα για ορισμένο χρόνο. Ο χρόνος συνήθως ήταν από το το τέλος της άνοιξης μέχρι τα μέσα του Φθινοπώρου. Όταν άρχιζε το ρόγιασμα οι προβατίνες είχαν πια γεννήσει. Το Φθινόπωρο που τελείωνε η περίοδος της ρόγας οι προβατίνες επέστρεφαν στον ιδιοκτήτη γκαστρωμένες. Αυτό ήταν και όρος της συμφωνίας.

Τα πρόβατα για τα οποία γινόταν συμφωνία και δινόταν αμοιβή, ρόγα, τα αποκαλούσαν ρογιασμένα. Εννοιολογικά η λέξη ρόγα σημαίνει αμοιβή που παίρνει ο κτηνοτρόφος για τη φύλαξη και βοσκή ζώων για ορισμένο χρόνο. Από τη λέξη ρόγα προέρχεται το ρήμα ρογεύω ή ρογιάζω που σημαίνει πληρώνω. Τα ρήματα δε χρησιμοποιούνται όσο το ουσιαστικό ρόγα.

Αν κάποιο πρόβατο χανόταν, έφευγε από τη φύλαξη του κτηνοτρόφου, το αποκαλούσαν χαρακτηριστικά αρόγιαγο. Μεταφορικά χρησιμοποιούσαν τη λέξη αυτή για ανθρώπους που σκόνταφταν στη ζωή τους και έχαναν τον προορισμό τους. Αξίζει να μνημονεύσουμε το μακαρίτη Θυμιαλέκο (Αλέξανδρο Ευθυμίου Αντωνίου) ο οποίος χρησιμοποιούσε τακτικά τη λέξη αυτή, αρόγιαγο, και την έλεγε σε όποιον αντιτείνονταν μαζί του.

Γενικά το ρόγιασμα ήταν μια μορφή συνεργασίας που διευκόλυνε τους Καναλιώτες και κράτησε για πολλές δεκαετίες. Εγκατέλειψαν τη συνεργασία αυτή όταν σταμάτησαν την εκτροφή ιδίως προβάτων, εγκατέλειψαν το χωριό και στράφηκαν σε άλλες εργασίες. Οι εναπομείναντες στο χωριό μας προβατοτρόφοι επεδίωκαν άλλη μορφή συνεργασίας με τους κτηνοτρόφους των γειτονικών χωριών. Παρέχει ο ένας στον άλλο ευκολίες , εναλλασσόμενοι στη φύλαξη και βοσκή των προβάτων.

Τόσο το αραδικό όσο και το ρόγιασμα έδωσαν την ευκαιρία στα μέλη της Καναλιώτικης κοινωνίας να παίξουν και άλλους ρόλους μέσα στην οικογένειά τους και στο κοινωνικό περιβάλλον.