ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΚΑΝΑΛΙΑ

 ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΚΑΝΑΛΙΑ

(Μια ιστορία για γέλιο και για κλάματα)

Φθινόπωρο του 1909. Η Χώρα μας βρίσκεται σε δυσχερή πολιτική πολιτιστική και οικονομική κατάσταση. Αναρχία και ασυδοσία επικρατεί παντού. Η υγεία και η παιδεία είναι προνόμιο των ολίγων. Η κοινωνική πρόνοια επαφίεται στη φύση. Αυτή αποφασίζει ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει. Συγχρόνως το φυσικό περιβάλλον αλλοιώνεται ολοταχώς.

Στο χωριό μας τα Κανάλια Φθιώτιδος ο καθένας προσπαθεί να επιβιώσει και να διορθώσει τα του οίκου του. Και όμως, κάτω απ’ αυτές τις δυσμενείς συνθήκες οι γυναίκες γεννούν και ας πεθαίνουν αυτές και τα παιδιά τους. Τα παιδιά τα δίνει ο Θεός κι ο Θεός τα παίρνει. Καισαρική τομή τότε δεν υπήρχε. Μεγάλη αμαρτία , λέει η Εκκλησία το να μην κάνεις παιδιά. Έτσι οι γυναίκες γεννοβολούν για να έχει το Κράτος στρατό και οι άρχοντες υπηρέτριες . Οι Καναλιώτες ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την οικιακή κτηνοτροφία. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που έχουν , ας πούμε, κάποια οικονομική άνεση.

Στα Κάτω Κανάλια ο Φώτης Κουτσούκης έχει τα περισσότερα και καλύτερα χωράφια. Έχει αμπέλια, κληματαριές, μελίσσια και μουλάρι. Δύο σπίτια πέτρινα, ένα στα Ζερέλια που κατοικεί κι ένα στα Κάτω Κανάλια, εκεί που είναι σήμερα το Σχολείο. Διατηρήθηκε μέχρι το 1951, το θυμάμαι γιατί έχει σχέση με τον αφορισμό. Στη γύρω περιοχή υπήρχαν πολλά σπίτια τότε, αναφέρω όμως μόνο δύο που σχετίζονται με την εν λόγω ιστορία: Το σπίτι του Τσιόκα Βαγγέλη (πενήντα μέτρα πιο πάνω απ’ του Κουτσούκη), που έχει τέσσερα παιδιά: Την Κωσταντία 12 ετών, τον Παναή 10, το Γεωργούλα 8 και τον Λεωνίδα μωρό. Ο Παναής είναι ο πατέρας του σημερινού Παππασπύρου, που είχε παντρευτεί την γνωστή μας Τουρκάλα , μια εξαίρετη και χαρισματική γυναίκα.

Πιο πέρα στην ράχη είναι το σπίτι του Κυριάκη Γεώργου (Λαδογεώργου) με τρία ορφανά παιδιά από μάνα.(Η γυναίκα του πέθανε νωρίς) το Βαγγέλη 10 ετών, τη Μαρία 8 και το Νίκο 6 ετών. Ο Βαγγέλης είναι ο πατέρας μου, ο Λαδοβαγγέλης. Ο παππούς μου εργάζεται σκληρά για να μεγαλώσει τα παιδιά του . Τα χωράφια που έχει λίγα και άγονα δεν επαρκούν, γι αυτό ξενοδουλεύει. Συχνά αφήνει στο σπίτι τον Βαγγέλη να προσέχει και να φροντίζει τα μικρότερα. Εκεί συχνάζουν και παίζουν η Κωνσταντία, ο Παναής και ο Γεωργούλας. Σχολειό γι αυτά δεν υπάρχει. Έτσι έχουν τα πράγματα το φθινόπωρο του 1909.

Ο Κουτσούκης μάζωξε ότι είχαν τα χωράφια του μήλα, καρύδια, κάστανα , τα έβαλε μέσα στο σπίτι , κλείδωσε την πόρτα με την χειροποίητη κλειδαριά και αναχώρησε για τα Ζερέλια με την σκέψη να επιστρέψει εντός των ημερών ,να φορτώσει στο μουλάρι τα γεννήματά του , να τα πάει στο παζάρι για πούλημα. Αρχίζει να βρέχει. Μα τι βροχή, βρέχει συνεχώς. Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες, λέει ο κοσμάκης. Ο Ρουστιανίτης, παραπόταμος του Σπερχειού ποταμού, φουσκώνει απ’ τα λασπόνερα και τις πέτρες. Μουγκρίζει σαν θεριό και παρασύρει στο πέρασμά του ό,τι βρίσκει μπροστά του ,πέτρες, γεφύρια και δένδρα φουντωμένα. Ούτε πουλί δεν μπορεί να τον περάσει.

Πλησιάζουν Χριστούγεννα, οι βροχές σταμάτησαν , το ποτάμι κόπασε. Τρέχουν οι Ζερελιώτες και Κάτω Καναλιώτες και στήνουν το γεφύρι στο στενότερο μέρος του ποταμού, ρίχνουν και αμμοχάλικο επάνω για να περνούν και τα ζώα άφοβα.

Χαρούμενος ο Φώτης παίρνει το μουλάρι του, περνά το γεφύρι και έρχεται στο σπίτι του στα Κάτω Κανάλια για να φορτώσει μήλα, καρύδια, κάστανα και να τα πάει στο παζάρι. Τώρα, σκέφτεται, θα ‘χουν καλή τιμή και ιδίως τα μυρωδάτα κρασόμηλα και χαμογελάει. Ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα. Να! Τα καρύδια και τα κάστανα όλα εκεί, όπως τ’ άφησε. Τα μήλα πού είναι; Τρίβει τα μάτια του μήπως θαμπώθηκε. Σκύβει, κοιτάζει προσεκτικά. Βλέπει κάτι λίγα μήλα σκόρπια στις γωνιές του δωματίου, τίποτε άλλο. Κάνει το σταυρό του. Τι έγιναν τα μήλα; Ποιος τα πήρε; Φέρνει τον αγροφύλακα, ερευνούν το σπίτι. Πόρτα, παράθυρα, σκεπή απαραβίαστα. Απ’ τα ανοιχτά σιδηρόφραχτα κάγκελα των παραθύρων μόνο ποντίκια, γάτες και βερβέρες (σκιουράκια) χωρούν. Μα αυτά θα έπαιρναν καρύδια και κάστανα κι όχι τα μήλα… Περιφέρεται ο αγροφύλακας στο χωριό ζητώντας πληροφορίες. Κανένας δεν είδε, δεν άκουσε τίποτα!

Γρήγορα Φώτη στον παππά. Ό,τι δεν μπορούν να βρουν ο αγροφύλακας και η αστυνομία , το βρίσκει ο παππάς με τον αφορισμό. Τον προηγούμενο μήνα στο Ειρηνοδικείο δικαζόταν κάποιος από τα Μάρμαρα , γιατί είχε κλέψει ένα τουλούμι τυρί από έναν χωριανό του κτηνοτρόφο, ο παππάς τον ανακάλυψε με αφορισμό που έκανε κι όχι η αστυνομία.

Χωρίς να χάσει καιρό ο Φώτης πάει στον παππά. Το και το συμβαίνει παππά μου , θέλω να βρεις τον κλέφτη με αφορισμό. Κοιτάζει τον Φώτη ο παππάς και χαϊδεύει τα γένια του. Ξέρει πως ο Φώτης είναι καλός νοικοκύρης , ευκατάστατος, μεταξύ των πρώτων στο χωριό , έχει απ’ όλα τ’ αγαθά.

Ευκαιρία είναι, σκέφτεται ο παππάς, ν’ αποκτήσω κύρος και επιρροή σε αυτή την κοινωνία , να λαδώσω κι εγώ λίγο τα’ άντερά μου… «Καλά έκανες, Φώτη, και ήρθες σε μένανε. Να είσαι βέβαιος ότι θα βρεθεί ο κλέφτης, αλλά για να γίνει ο αφορισμός πρέπει να ενημερωθεί όλο το χωριό, να γίνουν τελετουργικές διαδικασίες και κάποιες προσφορές εκ μέρους σου, όχι σε μένα , στην Εκκλησία. Αυτά προστάζουν οι Ιεροί κανόνες της Εκκλησίας.» Ό,τι μου πεις παππά μου θα το κάνω.

Την Κυριακή, μετά τα Χριστούγεννα θα φέρεις τρεις λειτουργιές στο όνομα της Αγίας Τριάδος, κρασί για τη θεία Κοινωνία και λάδι για τα καντήλια. Θα ανακοινώσω στο εκκλησίασμα ότι σου έκλεψαν τα μήλα και θα παρακαλέσω να φανερωθεί ο κλέφτης για να μη γίνει ο αφορισμός. Έτσι κι έγινε , αλλά κλέφτης δεν φάνηκε. Συνεχίζεται η ίδια διαδικασία και για την δεύτερη Κυριακή , και πάλι ο κλέφτης άφαντος.

Τώρα ανακοινώνει ο παππάς ότι την τρίτη Κυριακή θα γίνει ο αφορισμός και συνιστά στον Φώτη να φέρει λαμπάδες, μαύρες κορδέλες και μαύρο τραπεζομάντηλο και επιπλέον τρεις δίσκους βραστό σιτάρι για να πάρει ο κόσμος για το ανάθεμα. Θα γεμίσει η εκκλησία από κόσμο και το αντίδωρο δεν φτάνει για όλους, θα πάρουν μόνο όσοι κοινωνήσουν(ελάχιστοι κοινωνούν μετά τα Χριστούγεννα).

Όλο το χωριό το έμαθε ότι την Κυριακή θα γίνει αφορισμός για τα μήλα του Φώτη και όλοι ξέρουν ότι ο αφορισμός είναι κάτι κακό. Τρέχει ο Παναής , βρίσκει τον Βαγγέλη και του λέει:

- Βαγγέλη, η μάνα μ’ είπε ότι την Κυριακή θα γίνει αφορισμός για τα μήλα του Φώτη.

-Τώρα που δεν έχει άλλα μήλα , ας γίνει ό,τι θέλει… λέει ο Βαγγέλης.

- Ετοιμάσου, Βαγγέλη, να πάμε μαζί στην εκκλησία για να δούμε τι θα κάμουν.

Πάει ο Βαγγέλης στο σπίτι και λέει στον πατέρα του:

- Πατέρα, θέλω να μου φτιάξεις καινούργια γουρνοτσάρουχα για να πάω την Κυριακή στην εκκλησία μαζί με τον Παναή.

- Μπα παιδί μ’ , τι σού ‘ρθε χειμωνιάτικα να πας στην Εκκλησία; Καλά ρε, θα σου φτιάξω με φασκιά από ράχη για να μην τρυπάνε. Πήγαινε στην Εκκλησία να δεις και συ κόσμο.

Έφτασε η Κυριακή , αν και χιονίζει, Γενάρης μήνας είναι, γέμισε η Εκκλησία από κόσμο. Ο Βαγγέλης με τον Παναή τρυπώνουν και φτάνουν δίπλα από το ψαλτήρι. Βλέπουν τους δίσκους με το σιτάρι και τρέχουν τα σάλια τους. Σαν τελείωσε η λειτουργία , χτυπάει η καμπάνα για ν’ αρχίσει η τελετουργία του Αφορισμού. Φέρνουν ένα τραπέζι με μαύρο τραπεζομάντηλο μπροστά στην Ωραία Πύλη και επάνω τοποθετούν τους δίσκους με το σιτάρι και τρεις λαμπάδες με μαύρες κορδέλες. Μοιράζουν στο εκκλησίασμα κηριά με μαύρες κορδελίτσες. Φορούν τα μαύρα ράσα οι ψάλτες , βγαίνει κι ο παππάς στην Ωραία Πύλη με μαύρα άμφια κρατώντας τρεις λαμπάδες με μαύρες κορδέλες. Σβήνουν τα κανδήλια κι ανάβουν οι λαμπάδες και τα κηριά. Απόλυτη σιωπή, δέος και ανατριχίλα. Ψάλλουν με κατάνυξη οι ψάλτες, διαβάζει ο παππάς το κατά Ματθαίου Ευαγγέλιο «Εξελεύσονται οι άγγελοι και αφιούσιν τους πονηρούς εκ μέρους των δικαίων» και άλλα σχετικά κείμενα και τελείωσε: Δεν κατάλαβε κανείς τίποτα. Το γνώριζε εκ των προτέρων ο παππάς και προετοιμάστηκε:- Και τώρα αγαπητοί μου Χριστιανοί, θα απαντάτε χωρίς να βιάζεστε ό,τι λέω εγώ:

1ον Κατάρα στον κλέφτη που έκλεψε τα μήλα του Φώτη.- Κατάρα(το εκκλησίασμα.

Ο Βαγγέλης και ο Παναής λένε ό,τι τους συμφέρει: Κατάρες λέει η Γιάνναινα , αλλά δεν πιάνουν. Τα ακούει ο παππάς που είναι μπροστά τους και χαμογελάει. Παίρνουν θάρρος και φωνάζουν πιο δυνατά.

2ον Ανάθεμα στους γονείς που τον γέννησαν.- Ανάθεμα(το εκκλησίασμα)

          Βαγγέλη , λέει ο Παναής, τι είναι το ανάθεμα; Το καλό κρασί, άκουσα το Σεραφείμ και τη γυναίκα του να τραγουδούν και να λένε. «Ανάθεμα στο κρασί του Αποστόλη…».

3ον Να μην βρίσκει δρόμο να πάει σπίτι του. –Να μη βρίσκει δρόμο (εκκλησίασμα)

          Βαγγέλης- Παναής: Εμείς θα πάμε μέσα απ’ τα χωράφια.

4ον Να μη σώσει να φάει τα μήλα. –Να μη σώσει (εκκλησίασμα)

         Βαγγέλης- Παναής: Να σώσει να φάει και μήλα και μούρα και κεράσια (ψωμί και μούρα , βασική τροφή).

5ον Να μη βρεθεί παππάς να τον μεταλάβει:- Να μη βρεθεί…

       Εμένα Βαγγέλη, λέει ο Παναής , με μετάλαβε η μάνα μ’ τα Χριστούγεννα. Λίγο κρασάκι μού δωσε ο παππάς στο κουταλάκι.

-Εγώ δεν έχω μάνα να με μεταλάβει… Θα σου φέρω εγώ Βαγγέλη ένα τσουκάλι κρασί να μεταλάβεις και συ… Εγώ δεν θέλω κρασί, λάδι θέλω να βάλω στην κουρκούτι, λάδι έχεις; Δεν έχεις…

Τρυπώνουν ανάμεσα στους μεγάλους, παίρνουν λίγο σιτάρι απ’ τον παππά και τρέχουν για τα σπίτια τους να στήσουν πλάκες (παγίδες) για να πιάσουν τσιόνια και κεφροπούλια. Τώρα που χιονίζει, λέει ο Βαγγέλης , ρίχνονται σαν στραβά για να φάνε.

Το βράδυ της Κυριακής ο Τσιόκας ο Βαγγέλης εκεί που κάθεται με την οικογένειά του κοντά στο τζάκι μονολογεί: « Ποιος μωρέ έκλεψε τα μήλα, πώς μπήκε στο σπίτι, μόνο ο διάβολος χωράει. Η Τσιοκοβαγγέλαινα με τα παιδιά τους γελούν. Γιατί μωρέ γελάτε; Κάτι ξέρετε σεις για τον κλέφτη.- Ξέλω γω πατέλα ποιος τα έκλεψε , λέει ο μικρός Γεωργούλας. –Ποιος παιδί μ’; Ο Βαγγέλης του μπαρμπα Γεώργου με τον Παναή. Ο Βαγγέλης έχει ένα λούρο με σουφλί μες στα βάτα! Βάζουμε το λούρο μέσα απ’ το παράθυρο , σουφλάμε τα μήλα και τα βγάζουμε έξω. Έβγαλα και γω πατέρα. Τώρα δεν έχει άλλα…Αλήθεια Παναή; Αλήθεια πατέρα, όλοι φάγαμε και συ έφαγες…Κούνησε το κεφάλι του ο Τσιοκαβαγγέλης και είπε: «Φαρμάκι έφαγα και δεν τόξερα…»

Σηκώνεται και πάει στο σπίτι του Λαδογεώργου (του παππού μου).

- Καλώς τον γείτονα, πάνω στην ώρα ήρθες, μόλις έβγαλα το χαμοκούκι, έχω και ελιές απ’ τη Στυλίδα. Τα παιδιά μου βιάζονται και τρώνε αν και είναι πολύ ζεστό και θα χαλάσουν τα δόντια τους. Κάτσε να πάρεις μια μπουκιά.

- Φαρμάκι θέλω, Γεώργο, κι όχι ψωμί.-Γιατί μωρέ τι έπαθες;-Δεν το ‘μαθες ρε Γεώργο, ότι ο παππάς έκανε αφορισμό σήμερα για τα μήλα του Φώτη που έκλεψαν; Και τι μας νοιάζει , μωρέ, εμάς; Ο παππάς τη δουλειά του κάνει και μεις τη δικιά μας. Τα παιδιά μας, Γεώργο, είναι αφορισμένα, αυτά έκλεψαν τα μήλα του Φώτη και αν ζήσουν δεν θα δουν καλή μέρα στη ζωή τους. Σαν το άκουσε ο μικρός Βαγγέλης σταμάτησε να τρώει χαμοκούκι και ελιές και ζάρωσε στη γωνιά, τον είδε ο Πατέρας του, κατάλαβε και δεν είπε τίποτα. – Να , Γεώργο, αυτός εδώ ο γυιός σου έφκιασε ένα λούρο με σουφλί μπροστά, πήρε και τα δικά μου παιδιά τον Παναή και τον Γεωργούλα, πήγαιναν στο σπίτι του Φώτη, βάζανε το λούρο μέσα στο σπίτι απ’ το παράθυρο, ανάμεσα απ’ τα σίδηρα, κάρφωναν τα μήλα και ένα ένα τα βγάζανε έξω και μέχρι να ‘ρθει ο Φώτης απ’ τα Ζερέλια, τα μήλα έκαναν φτερά…

Έμεινε για λίγο αμίλητος ο Λαδογεώργος , χαμογέλασε και είπε: Άκου, γείτονα, μικρά παιδιά είναι, μήλα φάγανε, έγκλημα δεν έκαμαν. Δεν έπρεπε να κάμουν αφορισμό και να ταλαιπωρούν τον κοσμάκι. Ο αφορισμός είναι λόγια των παππάδων και όχι του θεού. Ο κλήρος το έχει ως σύστημα για να επιβάλλεται στον λαό. Από ό,τι διαπίστωσα στο διάστημα που ήμουνα χωροφύλακας, οι κλέφτες δεν φοβούνται τον αφορισμό , αλλά τα καρφιά… Για να είμαστε όμως εμείς εντάξει, θα ερευνήσουμε να μάθουμε πόσα μήλα είχε ο Φώτης, θα συγκεντρώσουμε τ’ ανάλογα χρήματα που θα έπαιρνε, αν τα πουλούσε και εγώ θα του τα πάω νύχτα στην πόρτα του σπιτιού στα Ζερέλια, γράφοντας σ’ ένα χαρτάκι: «Για τα μήλα που σου έκλεψαν». Έτσι , ούτε γάτα , ούτε ζημιά…

-Εσύ, Γεώργο, βρίσκεις δικαιολογίες, εγώ πιστεύω ότι ο αφορισμός είναι αφορισμός. Εγώ θα πάω μόνος μου στον παππά. -Αν πας να ξέρεις ότι θα κάνεις κακό κι όχι καλό…

-Την άλλη μέρα ο Τσιοκοβαγγέλης, αν κι έχει ένα γόνα χιόνι, πήγε στον παππά και ανέφερε όλα τα σχετικά για τα μήλα και του ζήτησε ν’ ανακαλέσει τον αφορισμό. Ο παππάς κάλεσε τον Φώτη, τον αγροφύλακα, τον Τσιόκα και τον Κυριάκη και τους είπε ή συμβιβάζονται ή καταλήγουν στα Δικαστήρια. Τελικά συμβιβάστηκαν , αφού η αξία των μήλων διπλασιάστηκε. Ο Τσιόκας είχε χρήματα και πλήρωσε, ο Κυριάκης (ο παππούς μου) δεν είχε. Είχε δύο γίδες , πούλησε τη μία για να πληρώσει τα μήλα. Μονολογούσε κι έλεγε: «Τώρα έγινα πτωχότερος, δεν έχουν τα παιδιά μου να φάνε μια στάλα γάλα. Αλλά έχω το κούτελο καθαρό στην κοινωνία.»

Γεώργιος Κυριάκης