Η στοιχειωμένη καστανιά
Το περασμένο καλοκαίρι βάλθηκα να μαζέψω βουνίσια ρίγανη. Πρωί ,πρωί παίρνω το δρόμο Κανάλια Γαρδίκι Γραμμένη Οξυά. Πριν φτάσω στο διάσελο για Άγιο Θεόδωρο-Γαρδίκι σταμάτησα στη γνωστή για την περιοχή μας καστανιά. Στα χρόνια που υπήρχε ζωή στα χωριά πολλές φορές είχα ακούσει τη λέξη «Στην καστανιά» , «Στην καστανιά να σε περιμένω… όποιος περάσει πρώτος ν’ αφήσει δυο πέτρες στην καστανιά… σαν έφτασα στην καστανιά έριξα μια ριπή με το αυτόματο…» .Η καστανιά αυτή ήταν σημείο αναφοράς για τον τόπο μας.
Ξέχασα τη ρίγανη και για κάποιο χρονικό διάστημα κοιτάζοντας δίπλα μου την υπεραιωνόβια καστανιά βρέθηκα σε άλλο χρόνο και τόπο, στο απώτατο παρελθόν. Ίσως όταν αυτή γεννήθηκε ν’ αντίκρισε τα τελευταία απομεινάρια της χαμένης Πολιτείας του Σπερχειού ποταμού.. Μια Πολιτεία που την κατάπιε ο ποταμός.
Αν οι συνθήκες το επιτρέψουν κάποια άλλη φορά, θ’ αναφερθώ με ιστορικές ενδείξεις και αποδείξεις για την ύπαρξη της χαμένης Πολιτείας του Σπερχειού.
Τώρα θυμήθηκα μια άλλη καστανιά, ένα στοιχειό της φύσης, όταν στα νιάτα μου πήγαινα για κυνήγι στα ορεινά μέρη της Ναυπακτίας. Συγκεκριμένα πρόκειται για μια τεράστια κουφάλα ξερής καστανιάς περίπου χιλίων ετών, στην οροσειρά Άνω Χώρας- Άγιας Κυριακής. Ήταν το στέκι το καταφύγιο κυνηγών και κτηνοτρόφων , σε δύσκολες καιρικές συνθήκες.
Αναφερόμενος στην καστανιά θέλω να τονίσω την προσφορά της στη διαχρονική διαβίωση του ανθρώπου.
Ρίζα στοιχειό της καστανιάς στο πέρασμα του χρόνου,
γενιές τα χρόνια τα μετράς ζωνάρια στο κορμί σου,
το σιδερένιο σου κορμί το χώμα δεν φοβάται,
στυλώνεις τα φτωχόσπιτα, στυλώνεις τα παλάτια,
εσύ τη φτώχεια έσωσες στα δύστυχα τα χρόνια.
Την άνοιξη χρυσίζουνε τα κροσσωτά σου άνθη,
σε χαιρετούν οι μέλισσες χυμό και γύρη παίρνουν,
το μέλι κάνουν για τις όμορφες κερί για καλογέρους.
Ρίζα στοιχειό της καστανιάς πυργί καστρί για μένα,
στη λαύρα του καλοκαιριού στην ψύχρα του χειμώνα.
Διαβαίνουν τα’ άγρια πουλιά στην Αραπιά να πάνε,
ο σπίνος κράζει το χιονιά ο καλλογιάννος φτάνει
και ‘γω τσοπάνης άστεγος τα πρόβατά μου βόσκω.
Πυκνά και μαύρα σύννεφα στον ουρανό διαβαίνουν
Η μέρα νύχτα γίνεται, αστράφτει ,μπουμπουνίζει
φωτιά παίρνουν τα σύννεφα, βροντούν τ’ αστροπελέκια,
τρελά χορεύουν οι φυλλωσιές, μαργαριτάρια πέφτουν
Τα πρότα* μπουλούκι γίνονται την κεφαλή τους κρύβουν.
Τρέχουν τ’ αγρίμια να κρυφτούν, μες στα πυκνά ελάτια.
Αγρίμι γίνομαι και ‘γω στα σπλάχνα σου τρυπώνω
βρέξε θεέ μου ακράτητα, μέρα και νύχτα βρέξε…
-Ω! Μέλαθρο ανάκτορο του ομηρικού Δυσσέα.
Γραικοί, Ρωμιοί καθίσανε στη δροσερή σκιά σου
ψήνουν αρνιά, πίνουν κρασί, χορεύουν , τραγουδάνε
κι ο τραγοπόδαρος θεός τον οίστρο τους χαρίζει.
Ο ήλιος γέρνει στα βουνά και χάνεται στις ράχες
και οι ξωμάχοι σέρνουνε βαριά τα βήματά τους,
Ο μόχθος και ο κάματος, ρουφούν τη δύναμή τους.
Η μάννα ζαλίγκα το παιδί μ’ ένα δεμάτι ξύλα.
Τα βόδια κοντοστέκονται να πάρουν λίγη ανάσα.
Μελή , κατσούλι, κόκκινε, κουράγιο λίγο ακόμα
βαρύ το αλέτρι σήμερα που γύριζε το χώμα.
Σανό , κριθάρι άχυρο ειν’ τα παχνιά γεμάτα,
να φάτε, να πιείτε και νερό, βαριά να κοιμηθείτε
κι εμείς, μέρα και νύχτα στη δουλειά, τ’ αφεντικά να ζούνε.
Χλωμό το μισοφέγγαρο στο διάσελο προβάλλει,
σκαλώνει ο γκιώνης στα κλωνιά τον αδελφό του κράζει.
Αντών’ Αντώνη** αδερφέ στο σπίτι πάλι γύρνα,
αγέρας γενήκαν τ’ άλογα στα κύματα καλπάζουν.
Στον κάμπο ο Αντώνης περπατεί στα πράσινα λιβάδια,
και σαν τ’ αστέρια σβήσουνε και η Ανατολή ροδίσει
ψηλά πετάει, στον ουρανό τ’ άλογά του κράζει.
Ντορή, Ντορή – Ψαρή, Ψαρή ολημερίς φωνάζει.
*πρότα = τα πρόβατα, έτσι τα λένε οι τσοπάνηδες
**Αντώνης= το πουλί κορυδαλλός, κατσουλιέρης.
Γεώργιος Κυριάκης