ΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΑ ΜΑΛΛΙΝΑ ΥΦΑΝΤΑ

ΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΑ ΜΑΛΛΙΝΑ ΥΦΑΝΤΑ

Κουτσοκώστας Γιάννης resize

     Προπολεμικά (Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος) και μεταπολεμικά και για πολλά ακόμη χρόνια, η υφαντική τέχνη κατείχε σημαντική θέση στη ζωή των ανθρώπων της υπαίθρου, ιδιαίτερα και στο χωριό μας. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι όλα σχεδόν τα ρούχα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, προέρχονταν από ντόπια παραγωγή, η οποία ως πρώτη ύλη είχε το μαλλί των προβάτων και εκάλυπταν βασικές ανάγκες των μελών της οικογένειας και του σπιτιού. Γι αυτό τα περισσότερα σπίτια είχαν μετατραπεί σε εργαστήρια βιοτεχνίας παραγωγής υφαντών. Από αυτά τα υφαντά παρασκεύαζαν τα παρακάτω είδη που συνοπτικά παρατίθενται:

     1) Οι μπατανίες ή πατανίες. Ήσαν ελαφρά μάλλινα σκεπάσματα με χρωματιστές οριζόντιες ραβδώσεις. Πολλές φορές στα άκρα έπλεκαν δαντέλα με το βελονάκι από μάλλινη κλωστή. Τις έστρωναν επάνω στα κρεβάτια, στις κασέλες και τα κασόνια. Τις χρησιμοποιούσαν ως ελαφρά κλινοσκεπάσματα για τον ύπνο και για στολισμό των σαμαριών των αλόγων, των μουλαριών και γαϊδάρων, όταν πήγαιναν στα πανηγύρια ή και σε πομπή γάμου.

     2) Τα προσκέφαλα ή μαξιλάρια. Ήταν υφασμάτινοι μάλλινοι σάκκοι, αναλόγων διαστάσεων, μέσα στους οποίους τοποθετούσαν βαμβάκι ή άλλα ελαφρά είδη (πούπουλα), για να στηρίζουν το κεφάλι.

     3) Τα χειράμια (χράμια). Έκαναν δύο λογιών χράμια: α) Τα χράμια που υφαίνονταν με μάλλινο υφάδι και βαμβακερό νήμα και τα χρησιμοποιούσαν για κλινοσκεπάσματα ή για στρωσίδια. Αυτά ήταν μικροτέρων διαστάσεων από τις μπατανίες και β) Τα κεντητά χράμια με το βελονάκι, με μάλλινο χοντρό νήμα και με ποικίλες παραστάσεις, τα οποία κρεμούσαν στους τοίχους για στολισμό των δωματίων.

     4) Οι κουρελούδες ήταν πρόχειρα χαλιά υφασμένα από παλιά βαμβακερά υφάσματα και τις χρησιμοποιούσαν για στρωσίδια του δαπέδου του σπιτιού. Πολλές φορές δίφυλλες ή τρίφυλλες κουρελούδες χρησιμοποιούσαν για κλινοσκεπάσματα τις παγερές νύχτες του Χειμώνα.

     5) Οι ντορβάδες, ταγάρια ήταν υφασμάτινοι μάλλινοι σάκκοι ανοιχτοί στο άνω μέρος με ένα χοντρό μάλλινο σχοινί. Τους κρεμούσαν από τον ώμο και μετέφεραν τρόφιμα, εργαλεία κ.ά. Πολλές φορές έκαναν δύο σάκκους και ένωναν τις δύο επάνω πλαϊνές πλευρές των σάκκων με ένα μάλλινο ύφασμα που στηροζόταν στον ώμο με αποτέλεσμα ο ένας σάκκος να είναι εμπρός και ο άλλος πίσω από τον ώμο. Είναι τα γνωστά δισάκκια. Μας θυμίζει το γνωστό μύθο του Αισώπου: «Έκαστος άνθρωπος δύο πήρας φέρει». Επίσης έφτιαχναν και τις μαρούδες. Ήσαν μικροί χρωματιστοί μάλλινοι σάκκοι με μάλλινο χοντρό κορδόνι και χρησίμευαν ως σχολικές τσάντες για τα παιδιά όταν θα πήγαιναν στο σχολείο. Ήταν γαμήλιο έθιμο, όταν η νύφη ξεπέζευε στο σπίτι του γαμπρού, να ιππεύουν ένα αγόρι στο άλογο της νύφης, για να κάνει η νύφη πολλά αγόρια και το αγόρι ξεπέζευε με μια μαρούδα σταυρωτά κρεμασμένη επάνω του.

     6) Οι βελέντζες ήταν ραμμένα χοντρά χρωματιστά δίφυλλα ή τρίφυλλα μάλλινα υφάσματα που χρησίμευαν ως κλινοσκεπάσματα τις παγερές νύχτες του Χειμώνα. Στις βελέντζες υπήρχαν τρία είδη: α) Οι απλές ή κοινές βελέντζες β) οι φλοκάτες και γ) οι τράγιες βελέντζες. Στις φλοκάτες κατά την ύφανση στερέωναν τούφες μαλλιού με κόμπους (φλόκους) επάνω στο υφάδι με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα πυκνό στρώμα. Για τις βελέντζες, τις φλοκάτες, ακόμη και για τις μπατανίες και χράμια, γινόταν και επιπρόσθετη εργασία. Τα πηγαίνανε σε νεροτριβές (μαντάνια, ντρεστέλες) όπου εκεί με το συνεχές χτύπημα του νερού και για αρκετό χρόνο, φούσκωναν και έτσι γίνονταν πιο απαλά. Όσον αφορά τις τράγιες βελέντζες αυτές γίνονταν από μαλλί γιδιών και τράγων που ήταν σκληρό και αδιάβροχο και από μαλλί προβάτων. Τις χρησιμοποιούσαν και για στρωσίδια και για κλινοσκεπάσματα. Ιδιαίτερα με τα τράγια υφάσματα κατασκεύαζαν κάπες για τους τσοπάνηδες. Οι κάπες ήταν ένα επανωφόρι με κουκούλα και χωρίς μανίκια. Υπήρχαν δύο σχισμές στα πλαϊνά. Τις φορούσαν οι τσοπάνηδες για να προφυλαχθούν από τις άσχημες καιρικές συνθήκες (κρύο, βροχή, χιόνι, ζέστη). Αξίζει να μνημονεύσουμε τον συγχωριανό μας Παναγιώτη Γ. Δερνίκα, έναν από τους τελευταίους που έρραβαν κάπες, όχι μόνο στο χωριό μας αλλά και στα γύρω χωριά.

     7) Οι τσαντίλες ήταν αραιοϋφασμένα μάλλινα πανιά, για να στραγγίζουν το τυροκομημένο γάλα.

     8) Τα λογής – λογής μάλλινα υφαντά που προορίζονταν για ενδυμασίες ανδρών και γυναικών, για ποδιές, πετσέτες και άλλες χρήσεις. 

Αλήθεια με τι καμάρι φορούσαν οι άνδρες και οι γυναίκες τις καινούργιες φορεσιές! Η λαϊκή μούσα το θυμίζει με το παρακάτω δίστιχο:

Φοράς καινούργια φορεσιά

που σου πηγαίνει τρέλα.......

Οι εμφανίσεις των χωρευτικών ομάδων των διαφόρων Συλλόγων με εθνικές παραδοσιακές ενδυμασίες, μας δίνουν την ευκαιρία να τις θαυμάσουμε και να κατανοήσουμε ότι οι περισσότερες από αυτές είναι κατασκευασμένες από μάλλινα υφαντά,

Στάδια προεργασίας μαλλίνων υφαντών

     Τα προαναφερθέντα μάλλινα υφαντά, πριν φθάσουν στο στάδιο χρήσης των, έπρεπε να γίνουν πολλές προεργασίες, οι οποίες ήταν απαραίτητες και έπρεπε να γίνουν με σειρά, τάξη και τέχνη και απαιτούσαν χρόνο, υπομονή και συνεχόμενη εργασία σ΄ όλα τα στάδια της προεργασίας. Αν ξετυλίξουμε το κουβάρι των απαιτούμενων εργασιών θα κατανοήσουμε την αλήθεια αυτή.

     Η πρώτη ενέργεια που έπρεπε να γίνει ήταν η προμήθεια μαλλιών από πρόβατο. Η αγορά των μαλλιών γινόταν όταν κούρευαν τα πρόβατα (τέλος της Άνοιξης). Ακολουθούσε το πλύσιμο των μαλλιών με ζεστό νερό μέσα σε μεγάλα καζάνια. Μετά τα έξαναν, τα αραίωναν με τα δάκτυλα και τα άπλωναν για να στεγνώσουν. Επόμενη εργασία ήταν να περάσουν τα μαλλιά από τα λανάρια. Τα λανάρια ήταν δύο τετράγωνες σανίδες, στις οποίες ήταν καρφωμένες ατσάλινες μεταλλικές προεξοχές και χρησιμοποιούνταν για την επεξεργασία του μαλλιού. Εκεί γινόταν το πρώτο ξάσιμο του μαλλιού. Η εργασία αυτή ήταν χρονοβόρα και επίπονη. Αν δεν είχαν λανάρια τα πήγαιναν στα λαναριστήρια στη Σπερχειάδα. Τα λαναρισμένα μαλλιά τα τοποθετούσαν σε μεγάλες βαμβακερές σακκούλες. Όταν άρχιζε το γνέσιμο η γυναίκα έπαιρνε από τα λαναρισμένα μαλλιά μια μεγάλη τούφα, την τουλούπα, όπως την έλεγαν και την έβαζε στη διχαλωτή ρόκα της (γνωστή από τον Όμηρο ηλακάτη) την κάρφωνε στη μασχάλη της, άρχιζε το γνέσιμο τραβώντας μαλλιά από την τουλούπα και στρίβοντας έκανε το νήμα δένοντάς το στο αδράχτι με το σφονδύλι. Το σφονδύλι επιτάχυνε την περιστροφή του αδραχτιού. Οι έμπειρες κλώστριες είχαν την δυνατότητα να παράγουν καλοστριμμένη και ομοιόμορφη κλωστή, ανάλογα με το υφαντό που ήθελαν να κάνουν. Όταν γέμιζε το αδράχτι έδεναν την άκρη του νήματος στην ανέμη περιστροφής, η οποία με την περιστροφική κίνηση ξετύλιγε το κουβάρι από το αδράχτι και σχημάτιζε την κουλούρα του νήματος. Αν δεν υπήρχε το τυλιγάδι, όπως έλεγαν την ανέμη περιστροφής, τότε ένα μέλος της οικογένειας καθόταν όρθιος με προτεταμένα τα χέρια γλυρω από τα οποία ξετυλιγόταν το νήμα από το αδράχτι. Αφού ολοκληρωνόταν το γνέσιμο και σχηματίζονταν οι κουλούρες με τα νήματα, έγνοια της κάθε νοικοκυράς ήταν το βάψιμο των μάλλινων νημάτων επιλέγοντας χημικές χρωστικές ουσίες ή φυτικές από τα φύλλα ή φλούδες καρυδιάς ή καστανιάς. Μετά άπλωναν τις κουλούρες με τα νήματα για να στεγνώσουν. Τελευταία εργασία για τα μάλλινα νήματα, πριν χρησιμοποιηθούν για την ύφανση, ήταν τα μασούρια. Τα μασούρια ήσαν μικρά κυλινδρικά καλάμια, μήκους περίπου 15 εκ., όπου πάνω τους τυλιγόταν τα χρωματιστά νήματα με τη βοήθεια ανέμης περιστροφής και προσαρμόζονταν στη σαϊτα του αργαλειού. Η τελευταία προετοιμασία πριν αρχίσει η ύφανση ήταν το διάσιμο. Ήταν η δυσκολότερη φάση εργασίας για τα μάλλινα υφαντά. Ήταν η μια πολύπλοκη και χρονοβόρα διαδικασία που ήθελε τέχνη, συνεργασία πολλών γυναικών και πλάτωμα αλωνιού ή δρόμου, για να διευθετηθούν τα βαμβακερά νήματα του εμπορίου και να στηριχθούν επάνω στα αντιά του αργαλειού. Αυτό ήταν το στημόνι. Ο αργαλειός είχε δύο αντιά, το πίσω αντί πάνω στο οποίο τυλιγόταν το στημόνι και το συγκρατούσε και το μπροστινό αντί όπου τυλιγόταν το υφάδι, που υφαινόταν πάνω στο στημόνι.

Χρονικά, τα ανωτέρω στάδια προεργασίας μαλλίνων υφαντών, άρχιζαν από το κούρεμα των προβάτων και συνεχίζονταν όλο το χρόνο ανάλογα με τις ευκαιρίες που είχε η κάθε νοικοκυρά. Ορισμένα όμως απ΄ αυτά, όπως το πλύσιμο και το στέγνωμα των μαλλιών, το βάψιμο των νημάτων και το διασίδι, έπρεπε να γίνουν με καλό καιρό. Ιδιαίτερα φρόντιζαν να γίνει το στήσιμο του αργαλειού, πριν αρχίσει η χειμερινή περίοδος. Έστηναν τον αργαλειό κοντά στο παράθυρο, κάποιου χώρου του σπιτιού, για να έχει φως και όταν κλίνονταν μέσα στο σπίτι οι γυναίκες, λόγω κακοκαιρίας, άρχιζε να ακούγεται ρυθμικά ο ήχος τάκου-τάκου από τα ποδαρικά του αργαλειού, που ήταν συνδεμένα με τα μιτάρια και τα πατούσαν οι υφάντριες διαδοχικά, για να ανοίγει το στημόνι για να περάσει η σαίτα. Η τέχνη της ύφανσης ήταν γνωστή στα χρόνια του Ομήρου. Η Πηνελόπη για να παραπλανήσει τους μνηστήρες, που είχαν εγκατασταθεί στο παλάτι του Οδυσσέα, την ημέρα ύφαινε και τη νύχτα ξύφαινε. Όταν θέλησε να συμβουλέψει το γιο της Τηλέμαχο για τους μνηστήρες έλαβε την απάντηση: « Αλλ΄ εις οίκον ιούσα τα σ΄ εαυτής έργα κόμιζε ιστόν τ΄ ηλακάτη ντε». Γύρνα στο σπίτι σου και κοίταξε τις δικές σου δουλειές, τον αργαλειό και τη ρόκα.

Η υφαντική, το πλέξιμο και το κέντημα, είναι λαϊκές τέχνες και εξυπηρετούσαν βασικές ανάγκες του ανθρώπου προστατεύοντάς τον από τις καιρικές συνθήκες. Η υφαντική θεωρείται κατ΄ εξοχή γυναικεία εργασία. Είναι τέχνη που μεταδίδεται από τη γιαγιά στην εγγονή και από τη μάνα στην κόρη και συνέβαλε στην επάρκεια της οικογένειας. Εργαλείο της υφαντικής τέχνης είναι ο αργαλειός. Αποτελούσε μέρος της ζωής και δεν έλειπε σχεδόν από κανένα σπίτι. Το παρακάτω δημοτικό δίστιχο αναδεικνύει τη σπουδαιότητα του αργαλειού μέσα στο σπίτι.

«Τιμή μεγάλη και τρανή π΄ ν΄ αργαλειός στο σπίτι,

το κάθε δόντι του χτενιού αξίζει μαργαρίτι»

Αξίζει να σημειωθεί ότι η υφαντική τέχνη ανύπαντρης γυναίκας αποτελούσε ιδιαίτερο προσόν, το οποίο εκτιμούσαν δεόντως στα αρραβωνιάσματα. Tο δημοτικό δίστιχο αποτυπώνει την αλήθεια αυτή:

«Τα παλικάρια τα καλά θέλουν καλά κορίτσια,

να ξέρουν ρόκα κι αργαλειό να ξέρουν να κεντάνε»

Η εργασία της υφάντριας στον αργαλειό απαιτούσε δύναμη των χεριών, συντονισμό κινήσεων χεριών και ποδιών και προσεκτικών χειρισμών. Γι αυτό αυτή η εργασία ήταν πολύ κουραστική, όπως φαίνεται και στο παράπονό της:

«Το κέντημα είναι γλέντημα

κι η ρόκα είναι σεργιάνι

μα αργαλειός είναι σκλαβιά,

σκλαβιά πολύ μεγάλη»

Ακόμη η δημοτική μας μούσα δεν άφησε απαρατήρητες τις άπειρες νεαρές υφάντριες:

«Σαν δεν ήξερες να φάνεις

τα μασούρια τι τα βάνεις»

Αλλά και για τις οκνές ή προσχηματικές υφάντριες εκφράζεται η απορία:

«Πέντε μήνες έξ΄ αδράχτια, ποτ΄ τα ΄γνεσα?»

Επίσης και για ένα άλλο εργαλείο της υφαντικής τέχνης, την ανέμη περιστροφής, η λαϊκή μούσα έπλασε το δίστιχο:

«Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη,

δώσ΄ της κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν΄ αρχινίσει»

Η λαϊκή μας μούσα, όχι μόνο αφουγκράστηκε τα ερωτικά μηνύματα που εξέπεμπαν οι άνθρωποι της υφαντικής τέχνης, αλλά τα έκανε τραγούδι. Ιδού μερικά:

«Τάκου-τάκου ο αργαλειός μου,

τάκου-τάκου κι έρχεται ο καλός μου»

Και άλλο:

«Για πάρε τη ρόκα σου και έλα το φράχτη-φράχτη,

κι αν σε μαλώσει η μάνα σου πες έχασες τ΄ αδράχτι»

Τόσο η δημοτική όσο και η λόγια ποίηση ύμνησαν αριστουργηματικά τις φάσεις εργασίας των υφαντών, η ανάμνηση των οποίων μας συγκινεί ιδιαίτερα. Όλα τα ανωτέρω, που ενδεικτικά και συνοπτικά αναφέρθηκαν, ανήκουν στο παρελθόν και αποτελούν αντικείμενο μελέτης της Λαογραφίας.

Ας θεωρηθεί αυτή η παρουσίαση ως ανάχωμα στη λησμονιά των χειροποίητων μάλλινων υφαντών, τώρα που η οικοτεχνία-βιοτεχνία αντικαταστάθηκε από τη βιομηχανία και εμείς κινδυνεύουμε να γίνουμε καταναλωτικά όργανα μιας βιομηχανοποιημένης ζωής.

--
-

Γιάννης Κουτσοκώστας