ΔΙΑΚΟΣ , Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΑΡΤΟΤΙΝΑΣ.

ΔΙΑΚΟΣ , Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΑΡΤΟΤΙΝΑΣ.

(του Γιώργου Κυριάκη)Κυριάκης Γιώργος Ευαγγέλου resize resize

Στην ανδρογέννα Ρούμελη ψηλά στην Αρτοτίνα

κεφαλοχώρι όμορφο στολίδι στα Βαρδούσια

πο ‘χει τα κρύα τα νερά και πλούσια βοσκοτόπια

έλατα περήφανα, με πράσινο ροδάμι,

μες στα Βαρδούσια σκάλωσε φωλιά από χελιδόνα

αγρίμια κι άγρια πουλιά φωλιάζουν στα Βαρδούσια

στα πετροβούνια πέρδικες στην ποταμιά αηδόνια.

Αρτοτίνα ζηλευτή χωριό καπεταναίων

(Σκαλτσοδήμου, Γούλα, Διάκου, Γιαννούλα και Σαφάκα)

Στο διάσελο του Κόρακα πρωί ο ήλιος λάμπει.

Εδώ ο Διάκος γαλουχήθηκε ο φοβερός ο κλέφτης.

 « Της Αρτοτίνας γέννημα καμάρι της Δωρίδας»1

Τα ράσα του φορέσανε στα δώδεκά του χρόνια

και στου Αϊ-  Γιάννη την Μονή τον πάνε να μονάσει.

Η μάνα του φοβήθηκε για τη ζωή του Διάκου,

να μην τον πάρει η Τουρκιά στα τούρκικα σεράγια.

Μικρό παιδί αμούστακο γενιάς καπεταναίων.

άγριο πουλάκι πιάσανε και στο κλουβί το κλείνουν.

Τον ήλιο τηράει που φάνηκε ψηλά στα κορφοβούνια.

-         Ήλιε που λάμπεις στα βουνά και τη ζωή χαρίζεις

κατέβα λίγο χαμηλά και στο κελί μου έμπα

να μου ζεστάνεις τα φτερά και δύναμη να πάρω

να σπάσω τούτο το κλουβί και λεύτερος να γίνω

και να πετάξω κει ψηλά που καταχνιά δεν έχει

που χρυσοφέγγει την αυγή στη δύση που ροδίζει

εκεί που κρώζουν τ’ άγρια πουλιά ψηλά στα καταράχια

να κυνηγώ τις πέρδικες στα βράχια που φωλιάζουν

με τα στοιχειά να μάχομαι τ’ αστέρια να μετράω,

να με φωτίζουν οι αστραπές μες στο πυκνό σκοτάδι,

να στρώνω μπάτσες έλατο και πάνω να κοιμάμαι

να με ξυπνάει ο αυγερινός τον ήλιο ν’ αντικρίζω.

Ο ήλιος γέρνει στα βουνά και χάνεται στη δύση

Ταμ –ταμ τα σήμαντρα καλόγεροι χτυπάνε

κεριά ανάβουν στην εκκλησιά εσπερινός αρχίζει.

Ορθός ο Διάκος στέκεται μπροστά στον Αϊ- Γιώργη.

-« Γιώργη μ’ για δως μου τ’ άλογο, δως μου και τ’ άρματά σου

το δράκο να σκοτώσουμε που Τούρκο εμείς τον λέμε».

Εικόνες δεν ασπάζεται, τα’ άγια δε λιβανίζει,

τους άγιους κοιτά κατάματα, στη γη δε γονατίζει.

στο αναλόγιο κάθεται τους Μάρτυρες διαβάζει

και στις Μεγάλες τις Γιορτές αηδόνι στο ψαλτήρι.

Δεσπότης σαν τον άκουσε το Γούμενο ρωτάει:

-         Ποιος είναι ο νιος καλόγερος επάνω στο ψαλτήρι;

-         Για φέρτε τον να τον ειδώ για να τον κάνω διάκο.

Ξυπνά ο Διάκος το πρωί στον όρθρο αυτός δεν πάει,

τρέχει στη βρύση πλένεται και το ραβδί του παίρνει

μες στα Βαρδούσια τριγυρνά στη φύση που λατρεύει,

μαζεύει αγριολάχανα το σάκο να γεμίσει, 

ρίγανη , φασκόμηλο και άγριο σιδερίτι.

Φτάνει στη στάνη του πατέρα του κοντά στην κρύα βρύση

Ο τόπος όλος γύρω της μυρίζει αποκαΐδι

όλα τα πήρε η Τουρκιά τη στάχτη μόνο αφήνει.

Πήραν τα γίδια από το μαντρί τα πρόβατα απ’ τη στρούγκα

πήραν τον πατέρα μου, πήραν τον αδερφό μου,

στον πλάτανο τους κρέμασαν στο κέντρο της Υπάτης.

Πήραν και το σπίτι μου σια πού να μείνω τώρα…

Ο πόνος μίσος γίνεται θηριό μες στην ψυχή του.

-         Ορκίζομαι στην Παναγιά την Μαυροφορεμένη

κλέφτης θα γίνω στα βουνά τον Τούρκο για να σφάξω.


Το χώμα τούτο είναι ιερό Τούρκος δεν θα πατήσει

της Αρτοτίνας τα βουνά θα’ χω για μετερίζι.

Τούρκος Αγάς λιμπίστηκε την ομορφιά του Διάκου

στο Μοναστήρι πέζεψε το Διάκο να δει γυριεύει…

-         Τούρκε, Αγά ξετσίπωτε , Αγά ξετρελαμένε…

Δεν είμαι γω τουρκόπουλο,  δεν είμαι χανουμάκι.

Εγώ είμαι Έλληνας γενιάς καπεταναίων.

Ποιος είσαι συ που τόλμησες εμένα να προσβάλεις…

Ένα κοτρόνι άρπαξε κι ο Αγάς στο χώμα πέφτει…

Τα ράσα αφήνει στο κελί κι ένα στειλιάρι παίρνει.

παίρνει και δυο πρόσφορα στον κόρφο του τα βάζει

και σαν αγρίμι χάνεται μες στα πυκνά ελάτια.

Μέρα και νύχτα περπατεί,  βουνά γκρεμνά διαβαίνει,

λημέρι βρίσκει κλέφτικο τ’ ατίθασα τα νιάτα

τα νιάτα τα περήφανα που ράσα δεν φοράνε

π’ όχουν τα μάτια του αετού του ρήσου τη σβελτάδα.

Λερή η φουστανέλα τους , λερή κι η πουκαμίσα

τσαρούχια απ’ άγριο ταυρί στα πόδια τους δεμένα

μια κάπα από τραγόμαλλο, μαντανοχτυπημένη

να μη φοβάται τη βροχή μα ούτε και το χιόνι,

αυτή έχουν για πανωσκέπασμα, αυτή και για στρωσίδι

στα πεύκα και στα έλατα σε σπηλωμένα βράχια

ζωσμένο στη μέση το σπαθί στον ώμο καριοφίλι.

Το Διάκο αυτά τον ξέρουνε από μικρό παιδάκι

γάλα, τυρί τους πήγαινε από τα  πρόβατά του.

Ο Καπετάν Τζαμ Καλόγερος στα παλικάρια λέει:

Καλός κι ο Διάκος ρε παιδιά το ασκί να κουβαλάει,

το χέρι στο Διάκο άπλωσε και τον καλώς ορίζει.

Εδώ βρήκε το σπίτι του, εδώ κι ό,τι λαχταρούσε.

Με το στειλιάρι μάχεται στη μάχη της Ζελίστας (Κυδωνιάς)

σκοτώνει Τούρκο μαχητή και τ’ άρματα του παίρνει

σώζει τον Τζαμ Καλόγερο στη ράχη κουβαλώντας

και βγαίνει ο Διάκος στο κλαρί αρματωλός και κλέφτης.

Πρώτος είναι στο τρέξιμο πρώτος και στο σημάδι

Τραγούδι, γλέντι και χορό σε κάθε πανηγύρι.

Οι Τούρκοι τον ζηλεύουνε και εκδίκηση γυρεύουν

με μπαμπεσιά τον πιάσανε και φυλακή τον κλείνουν.

Τη νύχτα σπάει τα σίδερα τα όρη δρασκελάει.

Σαν οι καμπάνες σήμαναν της Λευτεριάς την ώρα

τα παλικάρια σύναξε το πανηγύρι αρχίζει.

Στη Λειβαδιά στη Ρεματιά στον Πύργο της Υπάτης,

σφάζει τους Τούρκους σαν τραγιά και χορτασμό δεν έχει.

Και κάνει μάνες δίχως γιους γυναίκες δίχως άντρες.

Ο Ομέρ Βρυώνης βιάζεται στην Τρίπολη να πάει

χιλιάδες Τούρκους έφερε στον κάμπο της Λαμίας.

Διαβουνιώτης, Διάκος, Πανουργιάς τις στράτες έχουν κλείσει.

Σφυρίζει ο Διάκος κλέφτικα , τα παλικάρια φτάνουν

Στην Αλαμάνα πάνε τρέχοντας και το γεφύρι πιάνουν

τάπες, ταμπούρια κάνουνε και τα σπαθιά τροχίζουν.

Βλέπουν φουσάτα τούρκικα πιο πέρα απ’ το ποτάμι.  

ο κάμπος όλος μαύρισε χορτάρι δεν φυτρώνει.

Τούρκοι πεζοί με τ’άρματα Τούρκοι καβαλαραίοι

στις άκρες ειν’ Τουρκοαλβανοί στη μέση οι σπαχήδες.2

Ο Διάκος σαν τ’ αντίκρισε το θάρρος του δεν χάνει.

Ρίχνει την πρώτη τουφεκιά βροντούν τα καριοφίλια

Σπαχήδες σπιρουνίζουν τ’ άλογα κι αυτά φυσομανούνε

μες στο ποτάμι ρίχνονται απέναντι να φτάσουν.

Αχός βαρύς ακούγεται η Οίτη ανατριχιάζει

Ο ήλιος εσκοτείνιασε απ’ τον καπνό της μάχης

Κι ανάμεσά τους, ρέει ο Σπερχειός, με πορφυρένιο χρώμα…

Τ’ άλογο φέρνει ο ψυχογιός δίπλα στο Θανάση.

-         Διάκο για πάρε τ’ άλογο και στο βουνό ανέβα

ο τόπος σε χρειάζεται η μάνα οι αδερφές σου.

-         ΌΧΙ! Εγώ θα μείνω δω επάνω στο γεφύρι

Του Κωνσταντίνου3 το κορμί θα έχω για ταμπούρι.

Ορμούν οι Τούρκοι σαν σκυλιά το Διάκο να σπαράξουν.

Βρυχάται ο Διάκος σαν θηριό και το σπαθί του σέρνει.

Σαν μήλα σάπια πέφτουνε τα τούρκικα κεφάλια

και το σπαθί του κόπηκε επάνω από τη χούφτα

και πέφτει ο Διάκος ζωντανός στα τούρκικα τα χέρια.

Πισθάγκωνα τον δένουνε αν κι’ είναι λαβωμένος.

Πίσω το δρόμο παίρνουνε για το Ζητούνι πάνε.

Και βγαίνει ο Χάρος νικητής σε τούτη δω τη μάχη.


Σημ:
1. Επίγραμμα επί της προτομής του Διάκου στην Αρτοτίνα

2. Σπαχήδες: το τούρκικο ιππικό, το ισχυρότερο όπλο των Τούρκων

3. Ο αδερφός του Διάκου Κων/νος σκοτώθηκε από τους πρώτους πολεμώντας δίπλα στο Θανάση.
4. Ο Διάκος μεταφέρθηκε στη Λαμία όπου βασανίστηκε και εκτελέστηκε με ανασκολοπισμό (του πέρασαν κάτω από το δέρμα ξύλινο σουβλί κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης.

Γεώργιος Κυριάκης