Εγκαίνια του λαογραφικού μουσείου
Την Κυριακή, 18 Αυγούστου 2013, έγιναν τα εγκαίνια του λαογραφικού μουσείου Καναλίων. Ύστερα απο προσπάθειες πολλών χρόνων και παρά την δύσκολη οικονομική κατάσταση που περνάμε όλοι μας χάρις κυρίως στις φιλότιμες προσπάθειες εθελοντών έγιναν τα τελευταία βήματα που απαιτούνταν για να είμαστε σε θέση σήμερα να καμαρώνουμε που έχουμε στην πλατεία του χωριού μας ενα κτιριακό στολίδι το οποίο φιλοξενεί την ιστορία του χωριού μας , των προγόνων μας.
Παραβρέθηκαν μεταξύ άλλων: Ο Βασίλης Δημ. Καλτσάς και η αδελφή του Ευανθία Καλτσά-Αλτάνη, οι οποίοι είναι και οι δωρητές του κτηρίου-μουσείου (μαζί με τους αδελφούς των Δήμητρα και Σπύρο), ο δάσκαλος Γιώργος Νταλιάνης απο τη Φτέρη ο οποίος δίδαξε σ' αυτό το κτήριο το διάστημα 1954-1959 που λειτουργούσε σα σχολείο, ο Δημοτικός Σύμβουλος του Δήμου Μακρακώμης Πάνος Κοντογεώργος, και όλοι σχεδόν οι Καναλιώτες που βρίσκονταν αυτή την περίοδο στο χωριό. Ο Παπαγιώργης με τον Παπασπύρο έκαναν τη σχετική τελετή βοηθούμενοι απο τον ψάλτη Χρήστο Σιόλο. Στη συνέχεια μίλησε ο Πρόεδρος του Συλλόγου Τρύφων Δερνίκας ο οποίος αφού ευχαρίστησε τον Βασίλη Καλτσά ως εκπρόσωπο της οικογένειας Δημητρίου και Αικατερίνης Καλτσά, για τη δωρεά, του έδωσε το κλειδί του μουσείου και ένα ευχαριστήριο κείμενο. Επίσης ευχαρίστησε τους εθελοντές Στέφανο Δερνίκα, Γιώργο Κέφο, Βάσω Σίψα και Κώστα Δερνίκα για την βοήθεια που προσέφεραν ώστε να είναι έτοιμο το μουσείο στην ώρα του. Ο Γιώργος Κέφος παρεμβαίνοντας συμπλήρωσε οτι πριν απ' αυτούς εργάστηκαν και άλλοι για να φτάσει το μουσείο στη σημερινή του μορφή.
Ακολούθως το λόγο πήρε ο Βασίλης Καλτσάς ο οποίος μεταξύ άλλων είπε:
Χαίρομαι που σήμερα είμαι εδώ, με τόσους συγγενείς και φίλους, με συγκατοίκους αυτού του χωριού, όπου για πρώτη φορά άνοιξα και εγώ τα μάτια μου στη ζωή και ανδρώθηκα πριν κάποιες δεκαετίες .Εγώ και η αδελφή μου Ευανθία που είναι δίπλα μου, αλλά και τα άλλα αδέλφια που απουσιάζουν, η Δήμητρα και ο Σπύρος, ευχαριστούμε το Διοικητικό Συμβούλιο και ιδιαίτερα τον Πρόεδρο του Συλλόγου, που είχαν την καλοσύνη να μας καλέσουν να παρευρεθούμε σήμερα, στα εγκαίνια του ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΤΩΝ ΚΑΝΑΛΙΩΝ.
Εκφράζουμε τα θερμά μας συγχαρητήρια στο Διοικητικό Συμβούλιο για τις καρποφόρες προσπάθειες που κατέβαλε για την έναρξη της λειτουργίας του Μουσείου.
Θα ήταν βεβαίως παράλειψη να μη συγχαρούμε την στιγμή αυτή και τα προηγούμενα Διοικητικά Συμβούλια, καθένα χωριστά, ανάλογα με την δραστηριότητά του, και ιδιαίτερα τους πρωτοπόρους, το όραμα των οποίων εκπληρώνεται σήμερα.
Σκοπός του Μουσείου είναι η συλλογή αντικειμένων που θα αντικατοπτρίζουν την καθημερινή ζωή των προγόνων μας.Ιδρύματα όπως αυτό συλλέγουν, αξιοποιούν επιστημονικώς και παρουσιάζουν στο Κοινό στοιχεία για την υλική, πνευματική και κοινωνική ζωή παλαιοτέρων γενεών και μας αποκαλύπτουν έτσι την ψυχολογία και τον πολιτισμό τους. Με την βοήθεια της δικής μας συλλογής θα καταγραφεί λοιπόν και εδώ ο καθημερινός βίος και υλικός πολιτισμός των προγόνων μας, θα ανασυντεθούν επί μέρους ιστορικά γεγονότα, μα κυρίως θα αναδειχθεί ο πολιτιστικός και λαογραφικός πλούτος των ανθρώπων αυτής της μικρής Κοινότητας.
Προφανής η ωφέλεια που προσδοκούμε από αυτήν την ανάδειξη. Λακωνικά την εκφράζει ο αείμνηστος λογοτέχνης και αγιογράφος Φώτης Κόντογλου λέγοντας: «Το σήμερα θρέφεται από τα περασμένα και τα μελλούμενα (το μέλλον) από το σήμερα.» Είναι σημαντική η ευκαιρία που μας προσφέρει η σημερινή ημέρα να μνημονεύσουμε και να τιμήσουμε τους προγόνους μας που μας κληροδότησαν όχι βεβαίως μόνον τα παρόντα και τα μελλοντικά εκθέματα του Μουσείου, αλλά το ίδιο το χωριό, με τον μόχθο και την αδιάλειπτή τους εργασία.
Εκείνοι εμπνέονταν από μία αυτονόητη για τους ίδιους, θαυμαστή για μας αίσθηση των οικογενειακών δεσμών, των θρησκευτικών, κοινωνικών και εθνικών τους καθηκόντων. Δικό μας χρέος είναι, εκτός των άλλων, να διατηρήσουμε ζωντανή την μνήμη και την προσφορά τους και να την μεταλαμπαδεύσουμε και στις επόμενες γενεές. Έχουμε πλέον τα προς τούτο υλικά μέσα πολύ πιο πλουσιοπάροχα από ότι εκείνοι μπορούσαν ποτέ να φαντασθούν.
Το κάθε αντικείμενο που φυλάσσεται σήμερα σε αυτήν την αίθουσα και όσα θα προστεθούν, κουβαλά τις αναμνήσεις των ανθρώπων μας που το χρησιμοποιούσαν.
Εύκολα κάποιος θα διακρίνει αναφορές σε συγκεκριμένες οικογένειες και συγκεκριμένα πρόσωπα, όπως για παράδειγμα στα σκαφίδια, στις κάδες, στα κόσκινα κτλ., αλλά και τις φωτογραφίες εκείνης της εποχής.
Επιτακτικό καθήκον όλων μας είναι να συμπράξουμε στην προσπάθεια του Συλλόγου, περισώζοντας και συλλέγοντας αντικείμενα μέσα από το δικό μας σπίτι, αλλά και από τα διπλανά και τα παραπέρα σπίτια, ακόμη και από τους αχυρώνες, από τα μαντριά και από τα κατώγια.
Αν δεν τα μαζέψουμε και δεν τα φέρουμε εδώ, στο Λαογραφικό Μουσείο, θα σαπίσουν, θα σκουριάσουν, θα πεταχτούν στα σκουπίδια. Θυμηθείτε πόσα πράγματα έχουμε παλαιότερα πετάξει ως τεχνολογικώς ή και αισθητικώς ξεπερασμένα για να τα αντικαταστήσουμε με σύγχρονα!
Θα επιτρέψουμε στον εαυτό μας το έγκλημα αυτό; Θα πετάξουμε την ανάμνηση των προγόνων μας στα σκουπίδια; Θα αρκεστούμε μόνο στη μνημόνευση στα ψυχοσάββατα και στο τελευταίο μνημόσυνο στα τρία χρόνια από την κοίμησή των;;;
Ας επαναφέρουμε εδώ, στην Πλατεία αυτή, τις σκιές των προγόνων μας, ας ακούσουμε τα λόγια των μέσα από τα αντικείμενα, τα δικά τους λόγια. Αυτό θα ήθελαν και εκείνοι.
Συγχρόνως ας δούμε την σχετική δραστηριότητα και ως μεγάλο δώρο στα σημερινά, αλλά και τα αυριανά παιδιά. Γιατί έτσι θα γνωρίσουν από κοντά τον τρόπο ζωής των παππούδων τους, των γιαγιάδων τους, και πέραν αυτών, θα μυηθούν στο πνεύμα της εποχής εκείνης, θα γνωρίσουν τα πατροπαράδοτα και σήμερα απειλούμενα ή ξεχασμένα πλέον ήθη και έθιμα εκατονταετιών.
Ας μη λησμονούμε ότι η γνωριμία με το παρελθόν, η επαφή με τις ρίζες μας αποτελεί τη βάση για το μέλλον. Με τους ανθρώπους συμβαίνει αυτό που συμβαίνει με τα δέντρα. Όταν δηλαδή τα δέντρα ξεριζώνονται, μαραζώνουν και πεθαίνουν. Όσον αντιθέτως οι ρίζες μένουν στην γη, αυτά επιβιώνουν, ανθίζουν, καρποφορούν.
Λίγα λόγια τώρα για το κτήριο στο οποίο στεγάζεται το Μουσείο. Τα Λαογραφικά Μουσεία είναι βέβαια συνήθως εκθέσεις κινητών και μόνον αντικειμένων.
Στο δικό μας όμως Μουσείο συναντάμε την εξαίρεση, να αποτελεί αντικείμενο αυτού και ένα ακίνητο, το κτίριο που το στεγάζει και που είναι και αυτό εύγλωττος μάρτυρας για την ιστορία της ζωής στο χωριό μας.
Το κτήριο αυτό, το άλλοτε μαγαζί, συνδέεται άμεσα με όλους τους προγόνους μας, οι οποίοι όλοι το επισκέφθηκαν, τουλάχιστον μία φορά.
Επιτρέψτε μου να σας κάνω γνωστή την ιστορία του, που δεν ήταν μέχρι τώρα καταγεγραμμένη και που θα την αφήσω, με το έντυπο που κρατώ στα χέρια μου, για όσους μελλοντικώς τυχόν θα ενδιαφερθούν για το θέμα.
Δηλώνω από την αρχή ότι η εκ μέρους μας, όλων των απογόνων του Μήτσου (όπως τον προσφωνούσαν) Βασιλείου Καλτσά, δωρεά προς τον Σύλλογο …. ήταν ομόθυμος, συνοδευόμενη με τις καλλίτερες ευχές μας για την αξιοποίησή της.
Υπήρξαν παλαιότερα κάποιες συζητήσεις γύρω από το εάν η δωρεά έπρεπε να γίνει στο Σύλλογο ή στην Εκκλησία ή στην Κοινότητα.
Μα ο Σύλλογος δεν είναι των ίδιων ανθρώπων που αποτελούν και την Εκκλησία και την Κοινότητα;
Δεν έχουμε ακόμη αντιληφθεί ότι είμαστε πολύ λίγοι και ότι είναι μεγάλη πολυτέλεια το να είμαστε διηρημένοι;;
Δεν πρέπει επί τέλους να απαγκιστρωθούμε από την πανάρχαια κατάρα των Ελλήνων να φιλονικούν, να αντιδικούν χωρίς σοβαρό λόγο;;;
Για μας ένας ακόμα λόγος για να είμαστε ενωμένοι, αγαπημένοι, είναι ότι το θέλουν και οι ψυχές των προγόνων μας, που μας παρακολουθούν από εκεί ψηλά.
Πρώτος, λοιπόν, ιδιοκτήτης του κτηρίου-μαγαζιού αυτού ήταν ο Καλτσάς Βασίλειος, του Δημητρίου και της Αικατερίνης Μπαρδάκα, που ήρθε «σώγαμπρος» στα Κανάλια από τα Πουγκάκια, αφού παντρεύτηκε την Δήμητρα Χαραλάμπους Σιόλου.
Γεννήθηκε στα Πουγκάκια, μέλος πολυμελούς οικογενείας, με επτά αδελφούς και αδελφές.
Από τα αδέλφια αυτά κατέβηκαν στα Κανάλια:
ο Βασίλης που όπως είπαμε παντρεύτηκε την Δήμητρα Σιόλου και η Πηνελόπη, που παντρεύτηκε τον Παπακώστα Τσεκούρα, γιαγιά και παππούς του Βασίλη Γ. Μπούρα.
Επίσης η πρώτη εξαδέλφη αυτών, Βασιλική, που ήταν κόρη της Κυριακής Καλτσά και του Δημήτρη Καρακώστα. Η Βασιλική παντρεύτηκε τον ΑντωνοΓιώργο. Εγγόνια τους είναι ο Μήτσος και Γιώργος του ΑντωνοΚώστα.
Ακόμα σώζεται ερειπωμένο το σπίτι όπου ζούσε πρώτα ο ΑντωνοΓιώργος, δίπλα στο σημερινό σπίτι της Πηνελόπης, των Τσεκουραίων, και στο χωράφι του Βασίλη Καλτσά.
Οι Σιολαίοι αναφέρονται μεταξύ των πρώτων οικογενειών που κατοικούσαν στα Κανάλια, τα αρχικώς ονομαζόμενα Αφεντικά. Αυτό μνημονεύει σε σχετική με τα Κανάλια ιστοσελίδα ο συνταξιούχος τώρα δάσκαλος Γιάννης Κουτσοκώστας, που έκανε σχετική έρευνα, συμβουλευόμενος και ανάλογη μελέτη του αειμνήστου Ιωάννη Νικολάου Αντωνίου, Γραμματέως της Κοινότητος των Καναλίων για αρκετές δεκαετίες,.
Οι «λάκες», τα χωράφια που είναι μπροστά από το μαγαζί, είναι Σιολέϊκες.
Αναφέρω τα παραπάνω για να δείξω ότι το οικόπεδο του μαγαζιού ήταν Σιολέϊκο, προικώον.
Δίπλα στο μαγαζί αλλά και μπροστά είναι ως γνωστόν τα σπίτια και τα χωράφια του Σιολογιάννη και της αδελφής του (Σιολονίκαινας-Λαδονίκαινας) που ήταν σύζυγος του Νικολάου(Λαδονίκο)Κυριάκη. Όλα Σιολαίϊκα… Κατά συνέπεια και το μαγαζί θα κτίσθηκε σε οικόπεδο Σιολείκο που περιήλθε από προίκα στον Βασίλη Καλτσά.
Η έναρξη λειτουργίας του αρχικού μαγαζιού τοποθετείται περί το 1890, αφού ο Βασίλης Καλτσάς γεννήθηκε το 1862-1864 και παντρεύτηκε την Δήμητρα Χαραλάμπους Σιόλου πιθανώτατα περί το 1886.
Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, ο ΚαλτσοΒασίλης, ήταν λίαν ανήσυχη μορφή, ήταν άνθρωπος του εμπορίου.
Εκτός από το κατάστημα που, όπως συνηθιζόταν τότε, ήταν συγχρόνως παντοπωλείο, καφενείο και κρεοπωλείο, ασχολήθηκε και με την εμπορία του καλαμποκιού, από το οποίον και μόνον γινόταν το ψωμί και από το οποίον δυστυχώς υπήρχε συνεχής έλλειψη. Είχε αποθήκη καλαμποκιού στον Αι-Γιώργη στην Βίτωλη, με σταύλο που στέγαζε μουλάρια για την μεταφορά του προϊόντος.
Διατέλεσε ακόμα ΓΡΑΜΜΑΤΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ, δηλ. Δάσκαλος της εποχής εκείνης στα χωριά Μαυρίλλο και Κανάλια.
Στα Κανάλια μάλιστα τον κατηγορούσαν ότι την Άνοιξη χρησιμοποιούσε τα παιδιά για να καθαρίζουν από πέτρες τα τριφύλλια του.
Ήταν για την εποχή του και τον τόπο του πολυταξιδεμένος, από τους λίγους ίσως τότε που οι δουλειές τους τους έφερναν μέχρι τη Λαμία.
Χαριτολογώντας οι Καναλιώτες έλεγαν, ότι μετά από κάθε ταξίδι του και την διαμονή του σε ξενοδοχείο επέστρεφε με καινούργιο καπέλο και ομπρέλα, αφού στο βεστιάριο του ξενοδοχείου άφηνε τα δικά του, παλαιά, και έπαιρνε άλλων που ήσαν καινούρια.
Τελευταία το μαγαζί αυτό περιήλθε στον πατέρα μου, Δημήτριο (Μήτσο) Καλτσά, ο οποίος είχε μείνει στο σπίτι με τους γονείς και τις αδελφές. Τότε ήταν αρχή ένα από τα «παιδιά», δηλ. τα αγόρια, να μένει στο πατρικό σπίτι, να φροντίζει τους γονείς και να παντρεύει τις αδελφές.
Η κατεδάφιση του παλαιού μαγαζιού και η ανέγερση του νέου έγινε το 1935-1937.
Οι κτίστες ήσαν όλοι από την ορεινή Ναυπακτία, άριστοι πελεκητές της πέτρας. Αν δεν απατώμαι, ο επικεφαλής τους λεγόταν Γιώργος Μπιλάλης.
Ο αείμνηστος τότε δάσκαλος του χωριού, Αθανάσιος Τσεκούρας, σχεδίασε, ως άλλος αρχιτέκτων, τις γωνίες των αγκωναριών της γωνιακής εισόδου του Μαγαζιού και επέβλεψε τον πελεκητή τους.
Υπέδειξε και έγινε η αμμοκονίαση σε όλες τις πέτρες του κτιρίου και σχεδίασε την ξύλινη κεντρική είσοδο δίφυλλη, με κάθε ένα από τα δύο φύλλα να αποτελείται από δύο άλλα αναδιπλούμενα, ώστε κατά το άνοιγμα να μη προεξέχουν, να μη εμποδίζουν και να είναι αισθητικά ωραία.
Για την ασφάλιση του Μαγαζιού υπέδειξε την εξωτερική διαζωματική σιδηρόλαμα (σιδεριά) με την ανάλογο κλειδαριά.
Τα κουφώματα, τα παράθυρα, το ξύλινο ταβάνι και το πάτωμα, τους δύο ξύλινους πάγκους με τα συρτάρια τους, τα ράφια, τις κρεμάστρες, τις βιτρίνες, τα τραπέζια ακόμα και τις καρέκλες, που ήταν ξύλινες, έκανε ο Δερνίκας Τριαντάφυλλος, ο παππούς του σημερινού προέδρου του Συλλόγου.
Οι ξύλινες καρέκλες ήταν έτσι σχεδιασμένες ώστε όταν αναστρέφονταν το πίσω μέρος γινόταν αναπαυτική ξαπλώστρα κατάλληλη για να απολαμβάνουν καθήμενοι το ήλιο τον χειμώνα.
Τα τραπέζια και οι κρεμάστρες, στολίδια του μαγαζιού, ήταν από καρυδιά και μάλιστα από καρυδιές της οικογένειας.
Όλη την ξυλεία, καδρόνια, σανίδια κλπ., που χρησιμοποιήθηκε, την προμήθευσαν οι Σιψαίοι, Κώστας Σίψας κτλ., οι οποίοι ήσαν άριστοι υλοτόμοι και ξυλουργοί.
Από το ύψος του «Ντελή», όπου τα είχαν κατρακυλήσει από την Μπουλιάνα οι Σιψαίοι, τα καδρόνια-μαδέρια τα μετάφεραν στο χωριό εθελοντές Καναλιώτες, ανά δύο ο καθένας.
Η αλληλεγγύη την εποχή εκείνη ήταν «ζωή» για τους προγόνους μας.
Σε κάθε ανέγερση οικοδομής συνέτρεχαν όλοι οι χωριανοί.
Το κατάστημα διέθετε υπόγειο στο οποίο φυλάσσονταν τα βαρέλια του κρασιού και του τσίπουρου. Εκεί κατεβαίναμε από καταπακτή και ξύλινη σκαλίτσα που ήταν στην δυτική πίσω γωνία του μαγαζιού.
Το παντοπωλείο είχε τα πάντα, όπως χύμα πετρέλαιο, λάδι, κρασί, μακαρόνια, ρύζι, κ.τ.λ. λουκούμια, το γλυκό της εποχής και της κολτσίνας, καραμέλες, ζαχαρωτά κτλ. Μόνον υφάσματα δεν διέθετε.
Σχετικό με τα ζαχαρωτά είναι το παρακάτω περιστατικό:
Η Τούλα του Παπασταύρου, μετέπειτα σύζυγος του Βαγγέλη Δερνίκα, μικρό τότε κοριτσάκι, λιμπίστηκε τα ζαχαρωτά που υπήρχαν σε μια βιτρίνα κοντά σε ένα από τα παράθυρα.
Κλειστό το μαγαζί. Επιχείρησε να πάρει από την βιτρίνα ένα ζαχαρωτό. Δεν έφθανε όμως το χεράκι της από τις σιδεριές του παραθύρου.
Έτσι κατά κάποιο, σατανικό, τρόπο έβαλε το μικρό της κεφαλάκι, ίσως για να βλέπει από κοντά, ανάμεσα στις σιδεριές. Φρακάρισε όμως το κεφαλάκι της και χρειάστηκε για να ελευθερωθεί η επέμβαση των γειτόνων που άκουσαν τα κλάματα
Σε μία άκρη του καταστήματος υπήρχε και η ραπτομηχανή Singer του ραφείου του πατέρα μου.
Μία ακόμα ιστοριούλα.
Ο ΜπουροΜητράκος, ο παππούς του Βασίλη Μπούρα, είχε μια καλύβα με τα ζώα του σε οικόπεδο αμέσως κάτω από το μαγαζί. Έτσι περνούσε πάντα από το μαγαζί όταν πήγαινε να περιποιηθεί τα ζώα του.
Ένα πρωί είχε στη μασχάλη του ένα κομμάτι ύφασμα, το γνωστό «ντρίλι» της εποχής, που το έφερε για να του κάνει ένα παντελόνι ο πατέρας μου, που ήταν, όπως είπα, και ράφτης.
Του πήρε ο πατέρας μου τα αναγκαία μέτρα και ο ΜπουροΜητράκος πήγε να περιποιηθεί τα ζώα του.
Όταν τελείωσε, ξαναπέρασε από το μαγαζί, όπου βλέπει κρεμασμένο ένα μισοέτοιμο παντελόνι, με ύφασμα και σχέδιο όμοιο με το δικό του.
Ρωτάει τον πατέρα μου, τίνος είναι αυτό το παντελόνι; Είναι το ίδιο ύφασμα και σχέδιο με το δικό μου.
Είναι ενός ΜπουροΜητράκου, τον γνωρίζεις;;
Την Πρωτοχρονιά το κατάστημα μετατρεπόταν σε χαρτοπαικτική Λέσχη, αφού οι χωριανοί για το καλό τους … το ξενυχτούσαν στο χαρτί (από κολτσίνα μέχρι πόκα κ.λπ. δίπλα στο τζάκι που ακατάπαυστα ροφούσε τα κούτσουρα…).
Το μαγαζί είχε από την πλευρά της Eκκλησίας ένα πολύ φαρδύ πεζούλι, από την μία άκρη του στην άλλη, φτιαγμένο από χονδρές και φαρδιές πλάκες, ώστε άνετα μπορούσαν να καθίσουν οι πελάτες του μαγαζιού και αυτοί που έβγαιναν από την Εκκλησία.
Πεζούλι υπήρχε ακόμα γύρω από τη Βελανιδιά, από πλάκες το ίδιο χονδρές και μεγάλες.
Η Πλατεία του χωριού, τα καφενεία, τα πανηγύρια, ήταν σημεία συναντήσεως και συναναστροφής, όπου αναπτύσσονταν όλα τα γεγονότα που απασχολούσαν την μικρή κοινωνία.
Στα πεζούλια που ανέφερα κάθε Κυριακή κάθονταν συνήθως, από σεβασμό, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία.
Ο Χώρος αυτός ήταν η υπαίθριος «Λαϊκή Βουλή των Καναλιωτών».
Γινόντουσαν ατέλειωτες συζητήσεις και έντονοι καυγάδες για θέματα που αφορούσαν την Κοινότητα.
Ξακουστός έμεινε για τις φωνάρες του ο παππούς, ο δικός μου και του Κώστα Γιαννακόπουλου, ο ΚουκιανοΣπύρος, ο Σπυρος Κούκιος.
Θυμάμαι επίσης έντονα τον ΑριστοΓιώργο, από τα Ζηρέλια.
Μεγάλα Πανηγύρια είχαμε εδώ κυρίως τρείς ημέρες το Πάσχα, τη Λαμπρή, και μία του Πολιούχου μας Αγ. Αθανασίου.
Οργανοπαίχτες, κομπανίες όπως έλεγαν, ερχόντουσαν από τα άλλα χωριά και κυρίως το Κυριακοχώρι κτλ.
Από τα Κανάλια τακτικοί οργανοπαίχτες ήσαν ο ΑντωνοΚώτσιος, σαντούρι, ο Βαγγέλης Σαμαρίκας και ο ΑποστολοΓιάννης, βιολί, και ο ΑποστολοΜήτσος, λαούτο. Δεν θυμάμαι να ήταν άλλος από τα Κανάλια. Κλαρίνο πάντα έφερναν από άλλα χωριά.
Τελευταίο τρικούβερτο γλέντι-πανηγύρι έγινε το έτος 1940 που ήταν και σημαδιακό, αφού ακολούθησε ο πόλεμος στην Αλβανία με τους Ιταλούς και εν συνεχεία με τους Γερμανούς, η Αντίσταση, ο Ανταρτοπόλεμος κλπ.
Στο γλέντι αυτό ο πατέρας μου «τα έδωσε όλα», όπως λέμε, μερακλώθηκε ασυνήθιστα και έβαλε όλους τους γέρους του χωριού στο χορό.
Έδωσε εντολή με φωνές στην μητέρα μου και σε μας, που εξυπηρετούσαμε τους πανηγυριώτες, να ανεβάσουμε από το υπόγειο το βαρέλι με το κρασί και να κεράσουμε όλο τον κόσμο.
Στην περίοδο της Κατοχής και μετέπειτα το μαγαζί υπήρξε κέντρο διερχομένων και διαμενόντων όλων των δυνάμεων, Ανταρτών και Στρατού.
Εάν, όπως λέμε, είχαν οι τοίχοι φωνή, θα μπορούσαμε να γράψουμε τόμους ιστοριών από την ζωή του χωριού μας, των ανθρώπων του και γενικότερα της εποχής εκείνης..
Καπεταναίοι των Ανταρτών, Α΄και Β΄ γύρου, και Αξιωματικοί του τακτικού Στρατού, με κτυπητά ονόματα (π.χ. Χάρος-Κρανιάς…), φιλοξενήθηκαν και ανακουφίστηκαν, κοντά στο αναμμένο τζάκι, με τσίπουρο, κρασάκι και φρυγανιές καλαμποκίσιες.
Δεν θυμάμαι εάν φιλοξενήθηκε έστω και για λίγο ο Καπετάν Άρης Βελουχιώτης, ο οποίος, όταν ήρθε στο χωριό, γευμάτισε στο σπίτι του δασκάλου Τσεκούρα Θανάση, χόρεψε εκεί και τρύπησε και το ταβάνι του σπιτιού με τις πιστολιές του.
Μέχρι και σαν σωφρονιστήριο χρησιμοποιήθηκε το μαγαζί, αφού στις τέσσερες γωνιές του ανά ένας απομονώθηκαν από τους Αντάρτες του Β΄γύρου μία ημέρα ο πατέρας μου, ο αδελφός του και θείος μου, Χαράλαμπος Καλτσάς, ο γαμπρός του και θείος μου Ηλίας Σαμαρίκας και ο κουμπάρος του και νονός μου Σπύρος Μπούρας.
Με την μεσολάβηση του Βαγγέλη Ν. Κυριάκη και κάποιων άλλων και τον ισχυρισμό ότι πρόκειται για «καλά και φρόνιμα παιδιά», αφέθησαν με «αναστολή» ελεύθεροι, με μόνη ποινή την υποχρέωση να πάνε στο Γαρδίκι, στην Επιμελητεία των Ανταρτών, από 100 οκάδες, καλαμπόκι ή σιτάρι, δεν ενθυμούμαι.
Τέλος το κατάστημα χρησιμοποιήθηκε και ως Δημοτικό Σχολείο, ημερήσιο και νυκτερινό, με δάσκαλο τον Γεώργιο Νταλιάνη από την Φτέρη, μετά το 1950, λόγω αναγκαστικών επισκευαστικών έργων του παλαιού γνωστού μας σχολείου. Ως νυκτερινό λειτούργησε για τα παιδιά που δεν είχαν πάρει απολυτήριο Δημοτικού λόγω των ταραχών της προηγουμένης περιόδου.
Σας κούρασα αλλά και ακούσατε κατά την γνώμη μου γεγονότα που δεν γνωρίζατε.
Καταθέτω τα ιστορικά αυτά στοιχεία να υπάρχουν στο Λαογραφικό μας Μουσείο μαζί με την μελέτη του Γιάννη Κουτσοκώστα που έχει πολλά ονοματεπώνυμα προγόνων-κατοίκων του χωριού, για μελλοντικούς ερευνητές που θα θελήσουν να μάθουν για την ζωή και τον πολιτισμό του χωριού μας, των Καναλίων.
Ευχαριστώ για την υπομονή και την προσοχή σας.
Βασίλειος Δημητρίου και Ειρήνης Καλτσάς"
Στη συνέχεια μίλησαν, ο Δημοτικός σύμβουλος Πάνος Κοντογεώργος ο οποίος συνεχάρη την οικ. Καλτσά για την προσφορά της, ο Δάσκαλος Γιώργος Νταλιάνης ο οποίος είπε χαρακτηριστικά "αν το δέντρο μιλούσε θα έλεγε πάρα πολλά" και ο Πρόεδρος Κώστας Δερνίκας ο οποίος μεταξύ άλλων κάλεσε τους συγχωριανούς να φέρουν αντικείμενα για το μουσείο.
Ακολούθως ο Βασίλης Καλτσάς , ο Παπαγιώργης και ο Τρύφων Δερνίκας έκοψαν την κορδέλλα στην πόρτα του μουσείου και αφού αφαιρέθηκε το ύφασμα που κάλυπτε την πινακίδα πάνω απο την είσοδο ο κόσμος εισήλθε στο μουσείο και πράγματι το απόλαυσε.