ΕΤΡΕΧΑΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΦΤΑΝΑΝ (5 ΤΟΥ ΓΕΝΑΡΗ)
του Γιάννη Κουτσοκώστα
Εάν στα μέσα της 10ετίας του 1950 ρωτούσαμε μια νοικοκυρά να μας πει ποια μέρα του χρόνου για μια συνηθισμένη νοικοκυρά έχει πολύ φόρτο εργασίας , αβασάνιστα θα έλεγε ότι αυτή η μέρα είναι η 5η του Γενάρη, παραμονή των Φώτων.
Πράγματι την ημέρα αυτή έτρεχαν και δεν έφταναν.
Αναπολώντας όλα όσα διαδραματίζονταν την ημέρα, από το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα θα διαπιστώσουμε ότι η ημέρα αυτή, 5 του Γενάρη ήταν αρκετά κοπιαστική για όλη την οικογένεια. Πρωί πρωί χτυπούσε η καμπάνα του ναού του Αγίου Αθανασίου. Ο παπάς του χωριού μας έκανε την τελετή του Μικρού Αγιασμού. Τελειώνοντας την τελετή έπαιρνε το βοηθό του και πήγαινε να αγιάσει όλα τα σπίτια του χωριού μας που κατοικούνταν. Έκανε τη συνηθισμένη γι’ αυτόν διαδρομή, Ντελή- Λακοπούλα- Άβαρο- Ρομπόλο-Ζιρέλια- Κάτω Κανάλια- Άνω Κανάλια, η οποία διαρκούσε μέχρι τις απογευματινές ώρες. Κάθε νοικοκυριό περίμενε τον ερχομό του ιερέα για να τους αγιάσει. Εκεί η νοικοκυρά είχε φροντίσει τι θα φιλέψει τον παπά και το βοηθό του. Εκτός από τα γλυκά, παπαδέλες , έδινε χρήματα ή και ένα λουκάνικο. Δεν είχε μόνο αυτή τη φροντίδα. Πρωί πρωί θα έρχονταν οι καλαντάρηδες για να πουν τα κάλαντα των Φώτων. Οι καλαντάρηδες ήσαν ομάδες μικρών παιδιών καθοδηγούμενες από τα δυο σχολεία του χωριού μας ή μεμονωμένες ομάδες με 2 παιδιά και έλεγαν τα κάλαντα . «Σήμερα ειν’ τα Φώτα και φωτισμός». Κάθε νοικοκυρά είχε κάνει την ανάλογη προετοιμασία και όταν οι καλαντάρηδες έκαναν αισθητή την παρουσία τους έβγαινε στην πόρτα του σπιτιού της και τους περίμενε.
Οι επισκέψεις του παπά και των καλαντάρηδων ήταν ευχάριστες και αναμενόμενες. Οι κοπιαστικές εργασίες ήταν άλλες. Οι άντρες συνήθως ασχολούνταν με την περιποίηση των ζώων. Αν ο καιρός ήταν καλός οδηγούσαν τα πρόβατα ή τα γίδια για βοσκή στο ύπαιθρο. Τα δε μεγάλα ζώα τα άφηναν δεμένα στο παχνί αφού πρώτα τα εφοδίαζαν με τη τροφή τους.
Οι γυναίκες έπρεπε να φροντίσουν για το φαγητό της ημέρας, ήταν ημέρα νηστείας η 5 του Γενάρη, για την καθαριότητα και ευπρεπισμό του σπιτιού. Αν δε χρειάζονταν και γλυκά, ιδίως κουραμπιέδες, έπρεπε να βιαστούν. Τη φροντίδα για το φαγητό τη διαδεχόταν μια άλλη κοπιαστική εργασία. Έπρεπε να βράσουν τα πατσάδια (μισή κεφαλή του γουρουνιού, δύο πόδια, ένα αυτί) για να κάνουν τη πηχτή. Είχε καθιερωθεί την ημέρα της πρωτοχρονιάς και των Θεοφανίων να τρώγουν τα πατσάδια. Έβαζαν τα πατσάδια μέσα σε μικρά καζάνια ή μεγάλα κακκάβια και τα έβραζαν για πολλές ώρες. Έτσι η κάθε νοικοκυρά επέβλεπε όλο το χρόνο που χρειαζόταν για το βράσιμο. Μετά το βράσιμο περίμεναν να κρυώσουν για να ξεκοκαλίσουν τα πατσάδια. Το χυλό από τα λίπη, το νερό , το κρέας τον έβαζαν μέσα σε μεγάλες σουπιέρες ή καυκιά (ξύλινες σουπιέρες) και τη νύχτα με τη χαμηλή θερμοκρασία πάγωνε.
Έτσι την άλλη μέρα, εορτή των Θεοφανίων, είχαν έτοιμο το μεσημεριανό φαγητό. Πολλές νοικοκυρές για να κάνουν πικάντικη τη πηχτή έβαζαν άτριβο μαύρο πιπέρι κ.α. οι εργασίες της νοικοκυράς δε σταματούσαν εδώ. Έπρεπε να φροντίσουν και για τους νυχτερινούς καλαντάρηδες, που ήταν οι μεγάλοι άντρες και νέοι του χωριού μας. Για πολλά χρόνια στο χωριό μας καθώς και στο γειτονικό μας χωριό Πίτσι διατηρείταν το έθιμο κατά το οποίο άνδρες κάθε ηλικίας το βράδυ της παραμονής των Φώτων έψαλλαν τα κάλαντα γνωστά με το όνομα «Καλήμερα» από το «καλήν ημέραν άρχοντες….» Το σωστό θα ήταν να λέγονταν «Καλήσπερα» γιατί πραγματικά τα έλεγαν το εσπέρας. Επεκράτησε η πρώτη ονομασία. Τα Καλήμερα ήταν αποδεκτά από την Καναλιώτικη κοινωνία γιατί τα έσοδα προορίζονταν για κάποιο κοινωφελές έργο, είτε για την εκκλησία είτε για το σχολείο είτε για κάποια βοήθεια σε αναξιοπαθούντα συγχωριανό μας.
Η ομάδα των καλαντάρηδων συγκεντρωνόταν στον αύλειο χώρο του ναού του Αγίου Αθανασίου ή σε κάποιο καφενείο και αποφάσιζε από πού θα αρχίσει να ψάλλει τα κάλαντα. Η διαδρομή ήταν συνηθισμένη, ήταν αυτή που ακολουθούσε τις πρωινές ώρες ο παπάς για ν’ αγιάσει τα σπίτια μας. Όμως η τελετή υποδοχής των καλαντάρηδων ήταν εξαιρετική. Οι περισσότερες οικογένειες των Καναλιωτών φρόντιζαν εκτός από το φιλοδώρημα ή λουκάνικα να εξασφαλίσουν στους καλαντάρηδες ένα μεζέ και ένα ποτήρι κρασί. Επειδή η ημέρα ήταν ημέρα νηστείας ο κυριότερος εκλεκτός μεζές ήταν οι παπαδέλες ριγανάτες. Φυσικά οι καλαντάρηδες είχαν ανάγκη από κάποια τόνωση για να συνεχίσουν το έργο τους και τιμούσαν ανάλογα το κάθε νοικοκύρη. Όλη τη νύχτα στις 5 προς 6 Ιανουαρίου το χωριό ήταν στο πόδι περιμένοντας ή ακούγοντας τους καλαντάρηδες. Όταν τελείωναν τα κάλαντα συγκεντρώνονταν σε κάποιο καφενείο και κατά προτίμηση στο καφενείο του Ευαγγέλου Α. Δερνίκα όπου γινόταν ο απολογισμός. Εκεί μερικοί άοκνοι καλαντάρηδες συνέχιζαν τα κάλαντα με μεζέδες από λουκάνικα και ποτά μέχρι το πρωί. Την άλλη μέρα , 6 Γενάρη, ο παπάς του χωριού μας μετά το τέλος της θείας λειτουργίας και του Μεγάλου Αγιασμού έκανε γνωστά τα έσοδα σε χρήματα και λουκάνικα στο εκκλησίασμα και για ποιο σκοπό προορίζονταν. Στις 5 του Γενάρη δεν ήταν μόνο μια κοπιαστική ημέρα για μικρούς και μεγάλους του χωριού μας αλλά μια ξεχωριστή μέρα ζωντανής επικοινωνίας όλων των χωριανών μας. Ήταν ημέρα χαράς και ζωής.
Μπορείτε να παρακολουθήσετε δημοσίευση που είχε γίνει παλαιότερα στο blogspot του χωριού μας σχετική με τα καλήμερα κάνοντας κλικ εδώ