Ο ΕΠΙΟΥΣΙΟΣ ΑΡΤΟΣ
Όλη η δραστηριότητα των χωριανών μας εξαντλούνταν στην εξασφάλιση του βασικού αγαθού για τη διατροφή των οικογενειών τους του επιούσιου άρτου, του καθημερινού ψωμιού. Εάν κάποιος οικογενειάρχης πετύχαινε με την καλλιέργεια των χωραφιών και την εκτροφή των ζώων να αποκτήσει το ψωμί της χρονιάς θεωρούταν επιτυχημένος και ευτυχισμένος. Αν και ήσαν από ανάγκη λιτοδίαιτοι προσπαθούσαν να πάρουν το βασικό αυτό αγαθό από τα δικά τους χωράφια. Γι αυτό δεν άφηναν ούτε μια σπιθαμή γης ακαλλιέργητη. Τα άνυδρα και πλαγερά χωράφια τα έσπερναν σιτάρι , κριθάρι, σίκαλη και βρώμη. Τα άχυρα απ’ αυτές τις καλλιέργειες ήταν η καλύτερη τροφή για τα άλογα και γαϊδουρομούλαρα το χειμώνα. Τα ποτιστικά χωράφια τα χρησιμοποιούσαν για τν σπορά καλαμποκιού γιατί είχαν μεγαλύτερη απόδοση. Κάθε νοικοκύρης φρόντιζε να γεμίσει τα αμπάρια του με σιτάρι και καλαμπόκι για όλο το χρόνο καλλιεργώντας τη γη ή αγοράζοντάς τα. Θεωρούνταν προνομιούχοι όσοι εξασφάλιζαν το σιταρένιο , το καθάριο ψωμί. Προνομιούχος ήταν και ο Παππάς του χωριού μας. Το σιταρένιο ψωμί ή το καθάριο ,όπως το λέγαμε, ήταν πραγματικά καθαρό ψωμί χωρίς προσμίξεις και νοθείες με άλλες ουσίες, νόστιμο και χορταστικό. Η γεύση του και μόνο δικαίωνε τον ιδρώτα που έχυναν γι’ αυτό. Οι περισσότεροι χρησιμοποιούσαν το καλαμποκίσιο ψωμί, τη μπομπότα ως βασική τροφή. Η πιτιά τους ήταν και αυτή καλαμποκίσια. Οι καλαμποκοδίαιτοι χρησιμοποιούσαν πολλές φορές το λίγο σιταρένιο ψωμί για προσφάι. Όμως στα δύσκολα χρόνια της τουρκοκρατίας και της επανάστασης δε χορταίνανε και τη μπομπότα. Το χαμοκούκι ήταν αρκετό για να ικανοποιήσει τη βασική ανάγκη της πείνας. Όσοι χορτάσανε η μπομπότα δε θέλουν να τη δουν, ούτε να τη φάνε, την έχουν ξορκισμένη. Για την Εκκλησία η μπομπότα ήταν ο αλειτούργητος άρτος. Ποτέ παππάς δεν τη χρησιμοποίησε στη λειτουργία για αντίδωρο. Ο Χριστός ευλόγησε τον σίτον τον οίνος και το έλαιον. Τόσο με το καλαμποκίσιο αλεύρι όσο και με το σιταρένιο η γυναικεία ευρηματικότητα έκανε πολλούς μετασχηματισμούς από τους οποίους προέκυψαν πολλά αρτοπαρασκευάσματα που μερικά απ’ αυτά τα πιο γνωστά σ’ όλους μας παρατίθενται κατωτέρω.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΚΑΛΑΜΠΟΚΑΛΕΥΡΟ
- Κουλούρα (κλούρα). Η κλούρα ήταν ψωμί από σκέτο καλαμποκάλευρο, άσπρο ή κοκκινωπό. Ζύμωναν στο πλατανίσιο σκαφίδι το αλεύρι με νερό , έριχναν μέσα λίγο χοντρό αλάτι και όταν ήταν έτοιμο το ζυμάρι το έβαζαν στο ταψί και το έψηναν στη γάστρα. Όταν το έτρωγαν-συνήθως με τυρί- ήταν εξαιρετικό. Αν μπαγιάτευε γινόταν τόσο σκληρό που ούτε ο γκρας δε μπορούσε να το τρυπήσει, κατά τη λαϊκή έκφραση. Τότε για να φαγωθεί και να μη κάθεται στο λαιμό τους προσπαθούσαν να το μαλακώσουν με το νερό ή το γάλα. Το χειμώνα πολλές φορές καθισμένοι γύρω από το τζάκι, το ξερό καλαμποκίσιο ψωμί το κόβανε σε φέτες, τις χαράζανε μα τα μαχαίρια και από τις δύο πλευρές και τις στήνανε κοντά στη θράκα για να ζεσταθούν, να ροδοκοκκινίσουν , να πυρωθούν. Έκαναν τις πυρομάδες (προμάδες), τις οποίες πασπάλιζαν με λάδι, αν είχαν, ή με γλίνα ή βούτυρο και τις έτρωγαν με ευχαρίστηση.
- Ανεβατό. Το ανεβατό ήταν μείγμα σιτάλευρου και καλαμποκάλευρου αραιότερο από εκείνο της κουλούρας. Μέσα στο μείγμα αυτό έβαζαν νερό, αλάτι και προζύμι, μαγιά. Όταν το ζυμάρι ήταν έτοιμο το άπλωναν στο ταψί και το σκέπαζαν με κουβέρτες για αρκετές ώρες ώσπου να φουσκώσει. Μετά το έψηναν στη γάστρα. Επειδή φούσκωνε, ανέβαινε, το έλεγαν ανεβατό. Το είδος του ψωμιού αυτού ήταν νοστιμότερο από την κλούρα.
- Χαμοκούκι. Δεν υπάρχει ορεινός άνθρωπος κάποιας περασμένης ηλικίας που να μην έχει γευθεί το χαμοκούκι. Ήταν το πιο πρόχειρο και γρήγορα φτιαγμένο ψωμί. Ανακάτευαν το καλαμποκίσιο αλεύρι με νερό και αλάτι μέσα σ’ ένα σκαφίδι ή ταψί ώσπου να ομογενοποιηθούν όλα τα υλικά. Μετά έπλαθαν το ζυμάρι στρογγυλοποιώντας το και το έβαζαν πάνω στο πλαστήρι. Στη συνέχεια το σκέπαζαν με καστανόφυλλα που τα μάζευαν όταν έπεφταν από τις καστανιές το φθινόπωρο, καθάριζαν καλά την παραστιά, την εστία του τζακιού, και με μια προσεκτική κίνηση άδειαζαν το ζυμάρι στην παραστιά. Μετά το σκέπαζαν με τη θράκα και σε μισή ώρα περίπου αχνιστό προκαλούσε τους πεινασμένους. Το τυρί ήταν ο καλύτερος συνδυασμός με το ζεστό χαμοκούκι και θεωρούταν το καλύτερο κέρασμα για κάθε περαστικό
- Λειψό. Λειψό ήταν οποιοδήποτε παρασκεύασμα από σιτάλευρο ή καλαμπ0οκάλευρο, όταν δεν είχε την ανάλογη ποσότητα αλευριού. Και πώς να μην ήταν λειψό, αφού η ανέχεια το επέβαλλε και εδώ η πενία τέχνη κατεργάζεται! Οι νοικοκυρές επινόησαν το λειψό.
Λειψά παρασκευάσματα ήταν η μαμαλίγκα, η κουρκούτη και το κατσαμάκι.
- Μαμαλίγκα. Έκαναν το ζυμάρι αραιό με καλαμποκίσιο αλεύρι και συμπλήρωναν την ελλιπή ποσότητα αλευριού με χόρτα και τυρί και όλο αυτό το μείγμα το έψηναν στη γάστρα. Μετά το ψήσιμο η μαμαλίγκα γινόταν το γευστικότερο και ελκυστικότερο έδεσμα. Μα έλα που δεν ήταν αρκετή για να χορτάσει την πείνα. Δε φτουρούσε ,την έτρωγαν γρήγορα.
- Κουρκούτη. Η ανεπάρκεια του καλαμποκίσιου αλευριού επέβαλλε και την περιορισμένη χρήση αυτού του αγαθού και την παρασκευή της κουρκούτης. Η κουρκούτη ήταν γρήγορο φαγητό και προνόμιο των φτωχών. Τα βασικά υλικά ήταν το καλαμποκάλευρο, το νερό, το αλάτι και το γάλα. Τα ανακάτευαν όλα αυτά μαζί ώστε να γίνουν χυλός που τον έβραζαν στον τέντζερη. Το μείγμα αυτό επειδή η περιεκτικότητα του αλευριού ήταν μικρή, σερβιριζόταν στα πιάτα αραιό και καθώς ήταν ζεστά οι πεινασμένοι λαίμαργα το κατέβαζαν στο στομάχι τους με αποτέλεσμα να καίγονται. Έτσι βγήκε και η παροιμία: «κάηκε η γριά στη κουρκούτ’ , φσάει και τη γιαούρτ’». Την τρώγανε εύκολα, αλλά δε χορταίνανε γιατί ήταν λειψή.
- Κατσαμάκι. Όταν ζούσαν σε χρόνια δύσκολα και έτρωγαν και λειψά πώς να χορτάσουν; Οι νοικοκυρές και πάλι επινόησαν ένα άλλο πικάντικο παρασκεύασμα με καλαμποκάλευρο για να ξεγελάσουν την πείνα τους. Έκαναν το κατσαμάκι. Ήταν μια παραλλαγή της κουρκούτης. Καβούρδιζαν το καλαμποκάλευρο με λάδι ή γλίνα ή βούτυρο στον τέντζερη και μετά έριχναν νερό και αλάτι και το έβραζαν ανακατεύοντας ώσπου να γίνει χυλός πηχτός. Μετά τον άδειαζαν στα καυκιά τους, ξύλινες σουπιέρες, και το έτρωγαν ζεστό. Η κουρκούτη και το κατσαμάκι ήταν φαγητά της στιγμής και της ανάγκης και τα έτρωγαν βιαστικά μόλις τα κατέβαζαν από τη φωτιά. Οι ανάγκες επέβαλλαν όχι μόνο λιτή ζωή αλλά και υγιεινή διατροφή. Αν και οι πρόγονοί μας γευθήκανε λειψά αγαθά κατόρθωσαν να επιβιώσουν και να δημιουργήσουν. Ήταν πραγματικά γενναίοι στη ζωή τους!
ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΣΤΑΡΕΝΙΟ ΑΛΕΥΡΙ
- Καθάριο ψωμί. Το σιτάρι είναι ευλογημένο. Πολλά και ευλογημένα είναι και τα παρασκευάσματα. Και πρώτα-πρώτα το καθάριο σταρένιο ψωμί. Η Καναλιώτισσα νοικοκυρά ζύμωνε μέσα στο σκαφίδι το σταρένιο αλεύρι με χοντρό αλάτι, το προζύμι (μαγιά) και χλιαρό νερό, έβαζε μετά το ζυμάρι κομματιασμένο μέσα σε μεγάλο ταψί, αφού πρώτα το λάδωνε, το έπλαθε και το σκέπαζε με χοντρά μάλλινα σκεπάσματα για να γίνει η ζύμωση, δηλ. να φουσκώσει. Μετά το έψηνε στη γάστρα. Ζεστό και αχνιστό μετά το ψήσιμο τρωγόταν με μεγάλη ευχαρίστηση. Αν το αλεύρι προερχόταν από σκληρό σιτάρι, το καθάριο ψωμί ήταν νοστιμότατο και είχε κιτρινωπό χρώμα. Αλήθεια αυτό ήταν καθαρό ψωμί, ανόθευτο με άλλες ουσίες και συντηρητικά. Πόσο λαχταρούμε και σήμερα ένα τέτοιο ψωμί!!
- Πρόσφορα ή λειτουργιές. Όταν η νοικοκυρά ήθελε να κάνει πρόσφορα-λειτουργιές , τότε η προετοιμασία γινόταν με προσοχή και ευλάβεια, γιατί πίστευε ότι αυτός ο άρτος θα γίνει σώμα Χριστού. Ξεχώριζε το αλεύρι, εύρισκε τον κατάλληλο χρόνο και ζύμωνε. Μετά το ζύμωμα έκοβε το ζυμάρι σε τόσα κομμάτια όσα ήθελε να είναι τα πρόσφορα, τα έπλαθε κάνοντάς τα στρογγυλά και τα τοποθετούσε στο ταψί. Έπαιρνε μετά τον ευλογηρό και αποτύπωνε σε κάθε ζυμάρι τις παραστάσεις του ευλογηρού. Τα κενά στο ταψί τα συμπλήρωνε με μικρά κομμάτια από ζυμάρι και αποτύπωνε και σ’ αυτά την παράσταση που υπήρχε στο επάνω μέρος του ευλογηρού. Συνήθως τα πρόσφορα τα έκαναν την παραμονή κάθε γιορτής ή το Σάββατο για να τα πάνε την άλλη μέρα πρωί-πρωί στην Εκκλησία για την Προσκομιδή. Τα μικρά κομμάτια, τα λειτουργόπ’λα όπως τα λέγαμε, ψημένα ήταν το καλύτερο δώρο για τα μικρά παιδιά. Σε κάθε γειτονιά οι νοικοκυρές συμφωνούσαν να κάνουν πρόσφορα με τη σειρά. Αν την ημέρα της γιορτής ή της Κυριακής είχαν στο τραπέζι λειτουργιά-πρόσφορο το θεωρούσαν ευλογία Θεού και ένιωθαν μεγάλη χαρά.
- Τηγανίτες. Κάθε μάνα για να ευχαριστήσει και να ξεγελάσει πολλές φορές τα μικρά παιδιά της έφτιαχνε τηγανίτες. Έκανε χυλό από σταρένιο αλεύρι τον οποίο κουταλιές-κουταλιές άδειαζε στο λάδι που έβραζε στο τηγάνι. Εκεί ψηνόταν ο χυλός και γίνονταν οι τηγανίτες. Όταν τις έβγαζαν από το τηγάνι τις πασπάλιζαν με ζάχαρη και ζεστές και αχνιστές καθώς ήταν αποτελούσαν το καλύτερο γλύκισμα για μικρούς και μεγάλους. Αν ο χυλός είχε και προζύμι, μαγιά, οι τηγανίτες φούσκωναν και γίνονταν αφράτες που τις ζήλευαν όλοι. Η λιτοδίαιτη ζωή έκανε μικρούς και μεγάλους να μη μπορούν να αντισταθούν σε μια τέτοια γαστριμαργική πρόκληση.
- Τραχανάς. Ένα γνωστό παραδοσιακό παρασκεύασμα από σιτάλευρο ήταν και είναι ο τραχανάς. Δεν υπήρχε σπίτι που να μην έχει εξασφαλίσει την ποσότητα τραχανά για όλο το χρόνο. Δεν αποτελούσε συμπλήρωμα διατροφής αλλά ήταν βασική τροφή. Γι’ αυτό κάθε νοικοκυρά φρόντιζε τους καλοκαιρινούς μήνες , γιατί τότε υπήρχαν οι προϋποθέσεις για την Παρασκευή του τραχανά, να εξασφαλίσει τα απαραίτητα υλικά που ήσαν το χοντροαλεσμένο αλεύρι από σκληρό σιτάρι και το ξινόγαλο από γίδινο γάλα. Αφού τα ζύμωναν τα υλικά αυτά, έκοβαν το ζυμάρι σε μικρά κομματάκια και τα άφηναν να ξεραθούν λίγο. Στη συνέχεια τα έτριβαν επάνω στο ρουμόνι, κόσκινο με μεγάλες τρύπες, που το χρησιμοποιούσαν για να καθαρίζουν τον καρπό του καλαμποκιού με αποτέλεσμα να βγαίνουν ομοιόμορφοι και ισομεγέθεις κόκκοι τραχανά, τους οποίους άπλωναν επάνω σε σεντόνια για να ξεραθούν. Εάν η ξήρανση δε γινόταν καλά, ο τραχανάς θα μούκιαζε, δηλ. θα μούχλιαζε και θα τον πετούσαν. Την περίοδο του χειμώνα ο τραχανάς ήταν το καλύτερο πρωινό φαγητό για όλη την οικογένεια, αλλά και τα βράδια δεν τον ξεχνούσαν. Ιδιαίτερα δε όταν έριχναν επάνω στον τραχανά λιωμένο γίδινο βούτυρο η μυρουδιά και η γεύση ήταν για όλους ελκυστική. Και σήμερα ο τραχανάς εξακολουθεί να έχει την προτίμηση πολλών ανθρώπων
- Χυλοπίτες. Παράλληλα με την Παρασκευή του τραχανά κάθε νοικοκυρά φρόντιζε και για τις χυλοπίτες. Ήταν απαραίτητες σε κάθε σπίτι γιατί τις είχαν για επίσημο φαγητό στις γιορτές και φιλοξενίες. Τα υλικά που χρησιμοποιούσαν ήταν γνωστά: αλεύρι από σκληρό σιτάρι, γάλα, αυγά, μαγιά και αλάτι. Όλα αυτά τα ζύμωναν και άφηναν το ζυμάρι να φουσκώσει, να γίνει η ζύμωση. Μετά έκοβαν το ζυμάρι σε κομμάτια τα οποία έπλαθαν με τον πλάστη ώστε να γίνουν στρογγυλά φύλλα. Τα φύλλα αυτά άπλωναν πάνω σε καθαρά σεντόνια στα κρεβάτια για να ξεραθούν. Αφού στέγνωναν καλά και δεν κολλούσε το ένα με το άλλο τα τοποθετούσαν το ένα πάνω στο άλλο και τα έκοβαν σε μικρά ορθογώνια κομματάκια που τα άπλωναν και πάλι σε σεντόνια πάνω στα κρεβάτια για να ξεραθούν. Η ξήρανση κρατούσε περίπου μια εβδομάδα αν ο καιρός ήταν ζεστός. Τις χυλοπίτες τις μαγείρευαν σκέτες. Ιδιαίτερα τις συνδύαζαν με το κοτόπουλο. Αυτό το φαγητό ήταν εκλεκτό , νόστιμο και συνηθισμένο για τους μουσαφίρηδες και αλωνιάτες. Σήμερα λίγες νοικοκυρές για πρακτικούς λόγους κάνουν χυλοπίτες, οι περισσότερες προτιμούν τις συσκευασμένες χυλοπίτες που παρασκευάζονται σε βιοτεχνικό εργαστήριο στη Σπερχειάδα και είναι χυλοπίτες εξαιρετικής ποιότητας.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΠΙΤΕΣ
Οι Καναλιώτισσες νοικοκυρές δεν υστέρησαν και στις πίτες. Τις είχαν προσαρμόσει στα μέτρα τους και ήσαν νόστιμες και υγιεινές. Ανάλογα με τα υλικά που χρησιμοποιούσαν κάθε φορά έδιναν και το όνομά της. Έτσι προέκυψαν οι παρακάτω γνωστές σ’ όλους πίτες.
- Προζυμόπιτα (προυζ’μόπτα). Πρόχειρη και γρήγορη ήταν η Παρασκευή, το ψήσιμο και η κατανάλωση της προυζμόπτας. Ανακάτευαν στο σκαφίδι ή σε καμιά κατσαρόλα σταρένιο αλεύρι με νερό και αλάτι κα έφτιαχναν ζυμάρι, που το άπλωναν στο ταψί, φροντίζοντας να έχουν το ίδιο πάχος, αφού πρώτα το άλειφαν με λίγο λάδι για να μη κολλάει το ζυμάρι. Τις περισσότερες φορές η επάνω επιφάνεια του ζυμαριού έδειχνε τα αποτυπώματα της παλάμης και των δακτύλων που έπλαθαν το ζυμάρι. Κάπου-κάπου έριχναν και λίγο τυρί, αν είχαν, για να την κάνουν πιο νόστιμη. Επίσης χτυπούσαν και μερικά αυγά και τα περιέχυναν στην επιφάνεια της πίτας. Στο τέλος έβαζαν και καμιά κουταλιά βούτυρο ή λάδι και η προυζμόπτα ήταν έτοιμη για ψήσιμο. Αν έβαζαν πολλά αρτύσιμα, βούτυρο, τυρί και αυγά γινόταν πολύ νόστιμη και δε φτουρούσε.
- Κολοκυθόπιτα (κολοκθόπτα). Η κολοκυθόπιτα ήταν παραλλαγή της προζυμόπιτας. Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο στο χωριό μας τα κολοκύθια περίσσευαν και δεν τα άφηναν ανεκμετάλλευτα. Τα κομμάτιαζαν , τα καθάριζαν από τους σπόρους και το εσωτερικό σκληρό στρώμα το έξυναν με το κουτάλι. Το ξύσμα που έπαιρναν το χρησιμοποιούσαν ως νέο υλικό για την πίτα. Έτσι ανακάτευαν το ζυμάρι με το ξύσμα του κολοκυθιού και η πίτα έπαιρνε άλλο όνομα από το κυρίαρχο υλικό. Επειδή η πρόσμιξη του κολοκυθιού με το ζυμάρι ήταν αρκετή δεν έβαζαν τυρί. Πρόσθεταν όμως λίγη ζάχαρη και περιέχυναν στην επιφάνεια της πίτας χτυπημένα αυγά. Αν έβαζαν και καμιά κουταλιά από γίδινο βούτυρο η γαργαλιστική μυρουδιά προκαλούσε την πείνα και τη όρεξη και δεν έμεινε τίποτα. Τόσο την προζμόπτα, όσο και την κολοκυθόπτα τις έκαναν τις καθημερινές ημέρες. Στις γιορτές και αργίες είχαν σειρά οι καλές , οι επίσημες πίτες. Αυτές απαιτούσαν εργασία πολλή και χρόνο αρκετό.
ΟΙ ΕΠΙΣΗΜΕΣ ΠΙΤΕΣ
- Στριφτόπιτα (στριφτόπτα). Η Παρασκευή της στριφτόπιτας απαιτούσε λίγα υλικά, αλεύρι σταρένιο, νερό, αλάτι και τυρί ή ξυνοτύρι. Είχε όμως διαφορετική εκτέλεση. Το ζυμάρι από τα ανωτέρω υλικά το έκαναν κυκλικά φύλλα τόσα όσα χρειάζονταν για να γεμίσει ένα μεγάλο ταψί. Στη συνέχεια άπλωναν στο κάθε φύλλο από ζυμάρι τριμμένο τυρί ή ξυνοτύρι και το τύλιγαν, το έστριβαν κυλινδρικά έτσι ώστε να σχηματίζεται ένας μακρόστενος ρολός που τον τοποθετούσαν στο ταψί κυκλικά. Από το στρίψιμο του ζυμαρένιου φύλλου πήρε το όνομά της η πίτα. Όταν γέμιζε το ταψί , έβαζαν στην επιφάνεια και μερικές κουταλιές από γλίνα ή βούτυρο και η πίτα ήταν έτοιμη για ψήσιμο στη γάστρα. Μετά το ψήσιμο περίμεναν να κρυώσει για να την κομματιάσουν . η πίτα αυτή αποτελούσε πικάντικο συμπλήρωμα φαγητού σε γιορτινά τραπέζια και ιδίως στο πανηγύρι της 8ης Σεπτεμβρίου στο Μοναστήρι της Ρούστιανης. Γι’ αυτό φρόντιζαν να την κάνουν μια ημέρα νωρίτερα. Η στριφτόπιτα ήταν και είναι εξαιρετικό έδεσμα . εξακολουθούν και σήμερα πολλές νοικοκυρές να εκτελούν την παραδοσιακή συνταγή της στριφτόπιτας.
- Πρασόπιτα (πρασόπτα). Η πρασόπιτα ήταν νόστιμη αλλά σπάνιζε όχι για τη δυσκολία στην εκτέλεσή της όσο για την πρώτη ύλη, τα πράσα. Τα πράσα είναι ένα είδος λαχανικού του οποίου η καλλιέργεια στο χωριό μας ήταν περιορισμένη. Τις περισσότερες φορές που ήθελαν οι χωριανοί μας πράσα, ιδίως τα Χριστούγεννα για τα λουκάνικα, φρόντιζαν να τα αγοράσουν από τη Σπερχειάδα. Έτσι και η πρασόπιτα είχε καταντήσει να είναι ένα σπάνιο είδος εδέσματος. Παρόλα αυτά φρόντιζαν οι νοικοκυρές τις χρονιάρες μέρες να έχουν στο τραπέζι μια τέτοια πίτα. Η Παρασκευή της πρασόπιτας ήταν απλή και εύκολη. Πρώτα-πρώτα καθάριζαν και έκοβαν σε μικρά κομματάκια τα πράσα. Έκαναν το ζυμάρι με τα γνωστά υλικά: σταρένιο αλεύρι , νερό και αλάτι, το οποίο στη συνέχεια το μετέτρεπαν σε κυκλικά φύλλα ώστε να χωράνε απλωμένα στο μεγάλο ταψί. Άλειφαν το ταψί με λάδι και άπλωναν το πρώτο φύλλο. Έστρωνα πάνω σ’ αυτό τα κομμένα πράσα και το τριμμένο τυρί. Αυτό συνεχιζόταν μέχρι να φτάσουν τα φύλλα στο ύψος του ταψιού. Έτσι μια πρασόπιτα είχε 12-15 παρόμοιες στρωματώσεις. Στην επιφάνεια έριχναν λάδι και ήταν έτοιμη για ψήσιμο. Την κομμάτιαζαν , όταν κρύωνε, και τη σέρβιραν στο τραπέζι προκαλώντας τη βουλιμία των συνδαιτυμόνων. Σήμερα ελάχιστες νοικοκυρές εξακολουθούν να κάνουν τέτοιες πίτες. Ευτυχώς υπάρχει στη Σπερχειάδα βιοτεχνικό εργαστήριο που κάνει ακόμη παραδοσιακές πίτες και κάπου –κάπου τις γευόμαστε.