του Γιώργου Κυριάκη
Κυριακή πρωί του μήνα Μάη 2017 . Ανοίγω το χαζοκούτι που λέγεται τηλεόραση , ν’ ακούσω ειδήσεις. Ανάπτυξη, ανάπτυξη, μεταρρυθμίσεις, μεταρρυθμίσεις, περικοπές, περικοπές… αλλάζω κανάλι και βλέπω μια τηλεπαρουσιάστρια να μιλάει για τη γιορτή της μητέρας. Προφέρει τη λέξη μητέρα και φαίνονται τα δόντια της.
- Πες, χρυσή μου, ‘Μάνα’ για να γεμίσει το στόμα σου. Λες τη λέξη Μάνα και γίνεσαι Ανταίος. Παίρνεις θάρρος, δύναμη, βγάζεις φτερά για να πετάξεις. Συνειρμικά ήρθε στο νου μου μια δραματική ιστορία που έλεγε ο πατέρας μου. Αχ μάνα μου…
- Αχ , μάνα μου…με τη φράση αυτή στο στόμα του άφησε την τελευταία του πνοή ο Κώτσιος, ο επικηρυγμένος φυγόδικος για λιποταξία και φόνους , πεθαίνοντας από φυματίωση σε μια σπηλιά των Βαρδουσίων. Δίπλα του παρέστεκαν ο φρουρός χωροφύλακας ( ο πατέρας μου) για 43 ημέρες και οι τσοπάνηδες που τον λάτρευαν και τον συντηρούσαν. Όσο ζούσε ο Κώτσιος λιβαδιάτικα δεν πλήρωναν… Αμοιβαία συμφωνία.
- Αχ, Μάνα μου… και πέταξε η ψυχή του.
Η Μάνα φύση γέννησε κάμπους, βουνά και θάλασσα
οι κάμποι να τρέφουν άλογα και τα βουνά λεβέντες
και η μαύρη πικροθάλασσα το νόστο και τη γνώση.
Τον Όλυμπο για τους Θεούς , τον Παρνασσό για Μούσες.
Τη Γκιώνα και τη Λιάκουρα για αρματολούς και κλέφτες.
Τον Έλληνα να γεννηθεί στης Λιάκουρας τη φάτνη,
να’ χει τις μούσες συντροφιά το Φοίβο για προστάτη.
Εκεί το πλοίον άραξε ο γιός του Προμηθέα,
τότε που ο Δίας βάλθηκε τον κόσμο ν’ αφανίσει.
Τσιφλίκια είν’ του Τσέλιγκα βουνά και βοσκοτόπια,
εκεί θα πάει τα πρόβατα σαν λιώσουνε τα χιόνια,
ναν’ το ροδάμι σπιθαμές η ρίγανη ν’ ανθίσει,
να πρασινίσουν οι λαγκαδιές ο κούκος να λαλήσει.
Έχει κι ελιές στα Σάλωνα κι αμπέλια στο Προσήλιο
Το γιο τον έχει στη Φραγκιά που νομικά σπουδάζει,
να γίνει μια μέρα υπουργός το φράκο να φορέσει.
Απ’ όλα όμως τ’ αγαθά περίσσια χάριν έχει,
η κόρη του η λυγερή και μοσχαναθρεμμένη,
η Λένω η περήφανη ξανθή γαλανομάτα.
Ρούγα σε ρούγα περπατεί σε βράχια αναρριχάται,
ψάχνει να βρει τα βότανα της Κίρκης το βοτάνι,
που κάνει τους άνδρες να ξεχνούν στη μάνα τους να πάνε.
Ροδίζουν τα κυκλάμενα και βράχια κεντημένα
θυμάρι, λαγορίγανη, φασκόμηλο, λεβάντα.
Πίνουν τις δροσοσταλιές, ροφούν την κρύα αύρα,
φυσά τ’ αγέρι του βουνού τον ήλιο χαιρετίζουν.
Σείεται λυγιέται η Λενιώ γεμίζει η γης λουλούδια
Κορφολογεί τον έρωντα τον νάρκισσο ζηλεύει
Τ’ άνθη τα ρίχνει στο κρασί τα βότανα στη βρύση.
Ταχιά θα πάει στην εκκλησιά ταχιά στο πανηγύρι
στην εκκλησιά του Αϊ Λιά ψηλά στην Αετοράχη.
Εκεί χτυπούν τα τύμπανα και κελαϊδεί η φλογέρα,
παίζουν κλαρίνα και βιολιά και ο ταμπουράς του Ρήγα
Πρώτη θα σύρει το χορό, πρώτη και θα κεράσει,
τα παλληκάρια που χορεύουνε και την γλυκοκοιτάνε.
Τη βλέπει το βλαχόπουλο και βαριοαναστενάζει,
ο Κωνσταντίνος ο σγουρός μοναχογυιός της χήρας.
Τσοπάνη τον έχει ο Τσέλιγκας στα γιδοπρόβατά του.
Στήνει τα βρόχια στα βουνά την πέρδικα να πιάσει.
Τον μάραναν τον δύστυχο της Λένως τα τερτίπια
Στης Κασταλίας τα νερά λούζει την κεφαλή του
και απ’ το Λοξία το Θεό απόκριση γυρεύει:
«ΑΝ ΕΧΕΙΣ ΦΙΛΟ ΕΜΠΙΣΤΟ ΤΟ ΡΟΔΟ ΣΥ ΘΑ ΔΡΕΨΕΙΣ»
Διψά να μάθει γράμματα το νου του να φωτίσει,
το διφορούμενο χρησμό σωστά να εξηγήσει.
Εκεί ένας γέρος του ‘γραψε όλη την αλφαβήτα
κι αυτός μονάχος έμαθε να γράφει να διαβάζει.
Τις πλάκες έχει για χαρτί στουρνάρι για μολύβι,
στη Γκιώνα και στον Παρνασσό στα γρανιτένια βράχια,
σε κύκλο μέσα σκάλισε το Κάπα και το Λάμδα Κ.Λ…
Το όνειρο, τον πόθο, την Ελπίδα…
Ο Τσέλιγκας καμώνεται πως τη Λένω θα του δώσει,
να γίνει πρωτοτσέλιγκας σ’ όλη την Παρνασσίδα.
Στο νου του έχει ο Τσέλιγκας γραμματικό να πάρει ,
η κόρη του η λυγερή και μοσχοαναθρεμμένη
Το Δάσκαλο ή το γιατρό τον φραγκοφορεμένο…
Χαράματα ο Τσέλιγκας τη μούλα του φορτώνει,
καρδάρια, βεδούρια κέδρινα κι ένα τρανό καζάνι,
κι ο Κωνσταντίνος ο σγουρός τα πρόβατα αρματώνει.
Κρεμά στα γιδοπρόβατα τροκάνια και κωδούνια
στο ελαφοκέρατο τραγί την αργυρή κωδούνα.
Την ανηφόρα παίρνουνε στη στάνη βράδυ φτάνουν.
Γαβγίζει ο Μούργος άγρια τη στρούγκα γύρω φέρνει.
Τρανές φωτιές ανάβουνε τα’ αγρίμια να φοβούνται.
Σε κάθε λάκκα και φωτιά σε κάθε φωτιά και στάνη
Οι βλάχοι απ’ όλα τα χωριά, χωριό μεγάλο κάνουν.
Τα πρόβατα στο γρέκι τους μασούν κι αναχαράζουν,
κι ο Κώτσιος πόχει τον καϋμό στο Ασπρολίθι πάει
στην Κρυσταλλένια την πηγή στου Ανδρούτσου το λημέρι
Στο βράχο πάνω κάθεται και παίζει τη φλογέρα
Τραγούδια λέει κλέφτικα τραγούδια της αγάπης,
τραγούδια για τις όμορφες και μικροπαντρεμένες,
που οι άνδρες τους τις άφησαν στην ξενιτειά να πάνε.
Τραγούδια για τη θάλασσα την πικροκυματούσα,
που κάνει γυναίκες νιόπαντρες τα μαύρα να φορούνε.
Τραγούδι για τη Λυγερή που πάει στην κρύα βρύση
και κει ο νιος την καρτερεί τη στάμνα να τσακίσει.
Στο αρχοντικό της η Λενιώ , ύπνος δεν την πιάνει,
το νου της έχει στον Κωστή στο πρώτο παλικάρι,
που’ ναι ασίκης στο χορό και αηδόνι στο τραγούδι.
Χαράματα σηκώνεται το σπίτι συγυρίζει,
ρίχνει λεβάντα στο νερό και λούζει τα μαλλιά της,
χτενίζεται, στολίζεται, λάμπει το πρόσωπό της.
Φορεί φουστάνι ανοιχτοτράχηλο και χρυσοκεντημένο,
κρεμά στον άσπρο της λαιμό κολιέ μαργαριταρένιο,
κι ανάμεσα στα δυο βουνά σταυρό μαλαματένιο.
Κόβει κλωνί βασιλικό στον κόρφο της το βάζει.
-Να ‘μουν τώρα δίπλα σου στην πατρική μου στάνη,
να μου κρατά το χέρι μου στο σκάρο των προβάτων,
να νιώθω την ανάσα του ν’ ακώ το σφύριγμά του.
Ν’ αντιλαλούν τα κυπροκούδουνα μες στα βαθιά λαγκάδια
ν’ ακούσω πέρδικας λαλιά να συχνολαλούν τ’ αηδόνια
να μας ζηλεύει ο Αυγερινός που ταίρι αυτός δεν έχει
Στο διάσελο σαν φτάσουμε στα πράσινα λιβάδια
ν’ ανοίξει την αγκάλη του και γω να πέσω μέσα,
να με χορτάσει φίλημα , να με χορτάσει χάδια.
Η μάνα ζυμώνει το ψωμί στην ανθρακιά το ψήνει
Στη νταμιτζάνα το κρασί το τσίπουρο στην τσίτσα
Ταχιά οι βλάχοι θέλουνε να φάνε και να πούνε,
γιορτή μεγάλη έχουνε αρνιά κριάρια ψήνουν.
Με την αυγούλα η Λενιώ τον Κίτσο σαμαρώνει
κρεμά στα μισοκάπουλα δισάκκι κεντημένο.
Παίρνει τη στράτα των βοσκών στην άκρη απ’ το ποτάμι,
φτάνει στα Κλεισορρέματα στο πέτρινο γεφύρι
περνά από κει αντίπερα στου Στάμου τα μαντάνια,
μπαίνει στο δάσος το πυκνό με τα ψηλά ελάτια.
Σκαλώνει ο ήλιος στις κορφές στη στρούγκα η Λένω φτάνει.
Τρέχει ο μούργος με χαρά τη Λένω χαιρετάει.
Τα πρόβατα στο στάλο τους μασούν κι αναχαράζουν,
τη στάμνα παίρνει η Λενιώ νερό να πάει να φέρει,
στη βρύση βρίσκει τον Κωστή βαριά βαλαντωμένο,
να παίζει τη φλογέρα του με στεναγμό και πόνο.
- Γεια και χαρά σου Κωσταντή τραγουδιστή της στάνης
σαν παίζεις τη φλογέρα σου σωπαίνουνε τ’ αηδόνια.
Νεράιδες στήνουνε χορό και σιγοτραγουδάνε.
- Καλώς τηνα την πέρδικα που περπατεί λεβέντικα
Μαραίνει νιους, μαραίνει νιες, μαραίνει παλικάρια…
Χαρά σε κειο τον κηνυγό τύχη βουνό θα έχει,
που η πλουμιστή η πέρδικα στα βρόχια του θα πέσει.
Χαμογελάει η Λενιώ γεμίζει η γης λουλούδια
Σκύβει στο γάργαρο νερό τη δίψα της να σβήσει
Ανοίγει ο κόρφος ο κρυφός βασιλικός της πέφτει
λάμπει ο σταυρός που κρέμεται ροδίζουν τα λεμόνια
λοξοκοιτάει ο Κωσταντής ραγίζεται η καρδιά του…
«Λενιώ, της λέει, σ’ αγαπώ τρελαίνομαι για σένα…»
Οστρίτης είναι η λυγερή ορθώνει το κορμί της.
- Τα λόγια σου, ρε Κωσταντή, χαρά, ζωή μου δίνουν,
μα έχω πατέρα κι αδερφό εκείνοι τι θα πούνε…
Κοιτά στα μάτια τον Κωστή σαν ρόδο κοκκινίζει,
τα κερασένια χείλη της δυο κάρβουνα αναμμένα
κοντοανασαίνει , φλέγεται, το στήθος της φουσκώνει,
κλείνει τα μάτια η κορασιά στην αγκαλιά του πέφτει…
Ο κόσμος γύρω χάνεται, τα έλατα θροΐζουν
Λάμπει ο ήλιος στα βουνά, οι κάμποι πρασινίζουν.
Ανθίζουν τα τριαντάφυλλα μοσχοβολούν τα ρόδα.
Όμορφη που’ σαι ρε ζωή στο πρώτο φίλημά σου!
Ο χρόνος γοργόφτερο πουλί φεύγει και πίσω δεν γυρίζει
Φαντάρος είναι ο Κωστής κοντά στη Σαλονίκη,
κοιμάται κι ονειρεύεται μηλιά με μήλα φορτωμένη
Φυσά Βαρδάρης άγρια μήλα και φύλλα πέφτουν,
μένει μονάχη η μηλιά με ξεραμένα κλώνια
Ξυπνά με τρόμο ο Κωσταντής το όνειρο ξηγάει
Μηλιά, είναι η μάνα μου, τα μήλα η καλή μου.
Καβαλικεύει το βοριά και στο χωριό του φτάνει
Η μάνα κρατάει τα στοιχειά για να περάσει ο γιός της.
Τρεις μέρες τώρα η μάνα του το σπίτι συγυρίζει
Βγάζει απ’ το σεντούκι της του Κωσταντή τα ρούχα
φρεσκοπλυμένα καθαρά ο γιός της για ν’ αλλάξει
Κόβει τον πικροαπήγανο και στη φωτιά τον ρίχνει.
Στη γάστρα η πίτα ψήνεται στη χύτρα η κότα βράζει
Μάντης της μάνας η καρδιά το γιό της αυτή τον ξέρει
Από τη μάνα μυστικό μην προσπαθείς να κρύψεις
Ορθή στην πόρτα στέκεται το γιό της αγκαλιάζει.
Στο σπίτι ο Μήτρος έρχεται πικρά μαντάτα φέρνει
Στο αρχοντικό του Τσέλιγκα χορεύουν, τραγουδάνε
Ψήνουν αρνιά, φέρνουν κρασιά μεγάλη τάβλα στρώνουν
Ταχιά παντρεύεται η Λενιώ τον φραγκοφορεμένο.
Σαν τ’ άκουσε ο Κωσταντής βαριά του κακοφάνει
το βλάμη Νάσο φώναξε και πρώτο ξάδερφό του:
-«Νάσο για ζώσου το σπαθί, πάρε και την κουμπούρα
στο αρχοντικό του Τσέλιγκα χαράματα να πάμε,
τη Λένω για να κλέψουμε πριν να την κάνουν νύφη.»
Στο στάβλο Μήτρο πήγαινε τη Ρούσσα να σελώσεις,
ρίξε στα καπούλια της χεράμι κεντημένο,
για να καθίσει η Λενιώ μην κουραστεί στο δρόμο.
Δέσε και στα χάμουρα μαντήλι μεταξένιο.
-«Εγώ για σένα Κωσταντή και τη ζωή μου δίνω
Στο στάβλο τα μεσάνυχτα τη Ρούσα θα σελώσω,
θα στρώσω στα καπούλια της χεράμι κεντημένο,
για να καθίσει η Λενιώ μην κουραστεί στο δρόμο.»
Σάββατο βράδι ήτανε και νύχτα του Γενάρη,
η νύχτα είναι φοβερή το χαροπούλι σκούζει
Στο αρχοντικό του Τσέλιγκα κρυφά ο Μήτρος μπαίνει
-«Ξύπνα καημένε Τσέλιγκα και μη βαριοκοιμάσαι
χαράματα ο Κωσταντής την κόρη σου θα κλέψει…»
Χαράματα ο Κωσταντής κι ο πρώτος ξαδερφός του,
αρματωμένοι φτάνουνε στου Τσέλιγκα το σπίτι
Μαζί κι ο Μήτρος σέρνοντας τη Ρούσσα στολισμένη.
Ορμούν και μπαίνουν στον Οντά τη Λένω για να κλέψουν
Μα, οι δόλιοι δεν το ξέρανε, πως είναι προδομένοι
πως σε παγίδα πέσανε σε μπράβους πληρωμένους.
Σέρνει τη σπάθα ο Κωστής και δυο κεφάλια πέφτουν,
Του Τσέλιγκα του υποκριτή ,του Μήτρου του προδότη.
Τα όνειρά του χάθηκαν σαν του Μαγιού την πάχνη.
Ζώνει στη μέση το σπαθί και τον ογκρά στον ώμο
παίρνει της μάνας την ευχή κάνει και το σταυρό του.
Η μάνα στέκει δίπλα του βουνό για ν’ακομπήσει.
- «Ψηλά βουνά περήφανα με χιόνια στολισμένα
κοντά σας τώρα έρχομαι τον Ήλιο ν’ αγναντεύω…»
Έρωντας= το φυτό δίκταμο κατ’ άλλους ο σιδερίτης, το τσάι του βουνού
Σημ: Ο αδελφός της Λενιώς, η μάνα της και η Λενιώ , πούλησαν ό,τι είχαν και μετανάστευσαν στην Αμερική.
Ο δε φραγκοφορεμένος γιατρός έφυγε αμέσως για την Γαλλία.
Γιώργος Ε. Κυριάκης