Καυγάς στο Μοναστήρι της Ρούστιανης
Γιάννης Κουτσοκώστας
Τα πανηγύρια ικανοποιούσαν θρησκευτικές , κοινωνικές και ψυχαγωγικές ανάγκες των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής. Έτσι στα πανηγύρια του Αη Λιά στις 20 Ιουλίου στο Παλαιοχώρι της κοιμήσεως της Θεοτόκου το δεκαπενταύγουστο στα Πουγκάκια και της Γεννήσεως της Θεοτόκου στο Μοναστήρι της Ρούστιανης συγκεντρώνονταν πολλοί πιστοί. Μετά τη θεία λειτουργία ακολουθούσε ψυχαγωγικό πρόγραμμα με λαϊκές ορχήστρες. Οι μερακλήδες έσερναν το χορό που συνεχιζόταν όλη την ημέρα με ένα μικρό διάλειμμα το μεσημέρι για φαγητό.
Πολλές φορές οι θερμόαιμοι, οι νταήδες, οι καυγατζήδες χορευτές και με την επήρεια του οινοπνεύματος έδιναν διέξοδο και στις αδυναμίες τους, στον εγωϊσμό, στη αντιζηλία, στην αντεκδίκηση με αποτέλεσμα η σύγκρουση να είναι αναπόφευκτη και όλο το πανηγύρι να τελειώνει με άσχημες αναμνήσεις.
Ένα τέτοιο επεισόδιο συνέβη και στο πανηγύρι της Παναγίας στη Ρούστιανη στις 8 Σεπτεμβρίου στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1930. Πρωταγωνιστές ήσαν οι Πουγκακιώτες Νίκος Δανιήλ-Μάντζαρης, αδελφός του λαϊκού μας ποιητή Κώστα Δανιήλ-Μάντζαρη, όντας καυγατζής και νταής απαίτησε από τα όργανα να παίξουν γι αυτόν γιατί ήταν δεκανέας στο στρατό!
Ο Γιώργος ο Ζωγράφος που έσερνε το χορό, βγήκε έξω από τα ρούχα του για την προσβολή που του έγινε και ήταν έτοιμος να κατασπαράξει τον ατρόμητο δεκανέα. Θεωρώντας ως κατάλληλη ευκαιρία τη σύγκρουση αυτή ο Κώστας Παπαδήμας τον οποίο αποκαλούσαν καμπούρη λόγω της σωματικής του αναπηρίας επεμβαίνει για να λύσει τις διαφορές με τους συμπλεκόμενους κραδαίνοντας το κομπούρη και προστάζοντας να σταματήσουν τα όργανα. Έτσι το πανηγύρι πήρε τη μορφή σύγκρουσης. Με την επέμβαση των ψύχραιμων η πάλη τους σταμάτησε και το κλαρίνο ξανάρχισε να παίζει. Αυτό το γεγονός ο λαϊκός ποιητής Κώστας Μάντζαρης το άφησε στη μνήμη μας με την παρακάτω σάτιρα την οποία με ευγένεια και προθυμία μου παρεχώρησε ο Κώστας Παπαναγιώτου από το Παλαιοχώρι. Τον ευχαριστώ πολύ. Η ανάμνηση του γεγονότος μας συγκινεί και μας ωφελεί.
«Τι ειν’ το κακό που έγινε στο κάτω Μοναστήρι
όλοι ξεμαχαιρώσανε και ο διάβολος το πήρε.
Ο Νίκος Μάντζαρης φώναξε, μη κουνηθεί κανένας,
είμαι στα μεράκια μου είμαι και δεκανέας.
Τα τύμπανα εφώναξε, την πατατούκα έβγαλε και άρχισε να χορεύει
κι ακόμα δεν αρχίνησε να κάνει τις φουστούρες
τα τύμπανα σχολάσανε διέταξε ο Καμπούρης.
Εντός του δίκαιου θύμωσε ο Γιάννης ο Ζωγράφος
και γκίρλωσε τα μάτια του σα κρεμασμένος γάτος.
Ψιλή φωνή ακούστηκε απ’ τον ψηλό το βράχο
τρεχάτε να κρατήσετε το Γιάννη το Ζωγράφο.
Σαράντα δυο κρατούσανε το Γιάννη τον Καμπούρη,
Αυτός τα δόντια έτριζε, κρατούσε το κουμπούρη.
Ωσάν ανεμοστρόβιλος γυρίζει το πανηγύρι
κι ο Κώστας ο Καμπούρης το δίκιο του το πήρε.
Κλωτσιές, γροθιές αμέτρητες, κάνει και κωλοτούμπες
αυτός σαν το μετάνιωσε τα έγραψε για λούμπες