Κοπιώδης καλλιέργεια

Κοπιώδης καλλιέργεια

 

Γράφει ο Γιάννης Κουτσοκώστας  

Κάνοντας λόγο για το όργωμα των χωραφιών δεν είναι δυνατόν να μην αναφερθούμε στην πιο κοπιαστική αγροτική καλλιέργεια. Αυτή ήταν η καλλιέργεια του σιταριού. Η απαρίθμηση και μόνο των απαιτούμενων εργασιών για την παραπάνω καλλιέργεια δείχνει όχι μόνο την εργώδη προσπάθεια των γεωργών αλλά και τη διάρκεια του χρόνου από τη σπορά μέχρι την απόλαυση του βασικού για τη ζωή μας αγαθού.

Το φθινόπωρο με τα πρωτοβρόχια άρχιζε το όργωμα των χωραφιών και η σπορά του σιταριού. Το χειμώνα παρέμενε σε υποανάπτυξη. Την άνοιξη με τη βοήθεια λιπασμάτων μεγάλωνε. Τέλος Ιουνίου, θεριστή μήνα, άρχιζε το θέρισμα με τα δρεπάνια. Μάζευαν τα χερόβολα και τα έκαναν δεμάτια. Τα δεμάτια αφού τα φόρτωναν καλά στα ζώα τα μετέφεραν στα αλώνια και τα τοποθετούσαν σε σχήμα κυλίνδρου με κεφαλή κώνου σχηματίζοντας μεγάλες θημωνιές. Με τον τρόπο αυτό φρόντιζαν σε περίπτωση βροχόπτωσης το νερό να φεύγει προς τα έξω και να μην εισχωρεί στη θημωνιά. Πριν αλωνίσουν φρόντιζαν να καθαρίσουν καλά το αλώνι και να το πατώσουν (αλείψουν) με σβουνιές από τις αγελάδες. Στα Άνω Κανάλια δυο μεγάλα αλώνια υπήρχαν. Το αλώνι στο Τσουγκρί και το αλώνι το Αντωνέϊκο.

Αργότερα προστέθηκε και το Καλτσέϊκο που βρισκόταν εκεί που είναι το σπίτι του Ευαγγέλου Δημ. Σιόλου σήμερα. Παράλληλα φρόντιζε ο κάθε νοικοκύρης να έχει, αν μπορούσε, κοντά στο σπίτι του, στην αυλή του δικό του αλώνι. Τα αλωνίσματα γίνονταν με τη σειρά και κρατούσαν όλο το μήνα Ιούλιο, γι’ αυτό πήρε και το όνομα Αλωνάρης. Το αλώνισμα ,πολύ κοπιαστική εργασία, γινόταν με άλογα ή και μουλάρια ή και γαϊδούρια. Ήθελε πολλά γυρίσματα και κρατούσε πολλές ώρες. Άρχιζε στα χαράματα και τελείωνε πολλές φορές τις απογευματινές ώρες. Αν τύχαινε το σιτάρι να είναι λουρωμένο ή σκληρό η δοκιμασία ήταν πολύ μεγάλη. Υπέφεραν τα ζώα ,υπέφερε και ο αλωνιάτης. Η μόνη παρηγοριά στον αλωνιάτη ήταν το καλό φαγητό που του φέρνανε , συνήθως κοτόπουλο με ρύζι.

 Τελείωνε το αλώνισμα, άρχιζε το ξεχώρισμα του καρπού από το άχυρο. Με το φουκούλι (φκούλι-φτυάρι αλωνιού με πτερύγια) απομάκρυναν το άχυρο. Έμειναν τα άτριφτα στάχυα, ο καρπός και πολύ άχυρο ακόμα. Επακολουθούσε το λίχνισμα. Περίμεναν πότε θα φυσήξει αέρας και τότε με το καρπολόϊ, (άλλο φτυάρι του αλωνιού χωρίς πτερύγια) λίχνιζαν το σιτάρι για να το ξεχωρίσουν από το άχυρο. Αυτή η εργασία κρατούσε ώρες πολλές. Μάλιστα περίμεναν τη νύχτα να φυσήξει το απόγειο για να κάνουν τη δουλειά αυτή. Έμεναν όμως και πολλά στάχυα τα οποία έπρεπε να στουμπίσουν με λιοράβια ή με μεγάλα κοντάρια. Στη συνέχεια έπρεπε να μεταφέρουν τον καρπό και το άχυρο στις αποθήκες και στις καλύβες τους. Τώρα, το σιτάρι για να αλεσθεί έπρεπε να το καθαρίσουν διότι οι σπόροι από τα ζιζάνια (ήρα κ.α.) που είχε μέσα προκαλούσε παρενέργειες στον οργανισμό του ανθρώπου, ιδίως υπνηλία. Γι’ αυτό το πήγαιναν στη Λευκάδα ακόμη και στην Παλαιοβράχα να καθαρίσουν πρώτα το σιτάρι, όπου υπήρχαν ειδικές μηχανές, και μετά να το αλέσουν. Τελευταία ο Ιωάννης Κυριάκης από τα Κάτω Κανάλια έφερε στο μύλο του τέτοιο μηχάνημα και μας απάλλαξε από την ταλαιπωρία αυτή. Αλεσμένο πλέον το σιτάρι, η νοικοκυρά θα το ζύμωνε, θα το έψηνε και θα ερχόταν στο τραπέζι μας. Με πόση όρεξη και ευχαρίστηση τρώγαμε αυτό το ψωμί! Αλήθεια τρώγαμε τον άρτο αυτόν με τον ιδρώτα του προσώπου μας!