Του Γιάννη Κουτσοκώστα
Όταν έφτανε ο χειμώνας με τις μεγάλες νύχτες, τα κρύα, τις βροχές και τα χιόνια ανάγκαζε τους ανθρώπους να κλείνονται στα σπίτια τους. Μπορεί οι νύχτες του χειμώνα να είχαν μεγάλη διάρκεια σε ώρες δεν έμειναν όμως αναξιοποίητες. Είχαν οργανώσει τη ζωή τους οι άνθρωποι στα χωριά κατά τέτοιο τρόπο ώστε να γεμίζει με εργασίες και ψυχαγωγία και να κυλάει ευχάριστα.
Όταν νύχτωνε, αναγκαστικά όλοι φρόντιζαν να κουμανταρίσουν τα ζωντανά τους, να τα παχνιάσουν , να τα ταΐσουν , να τα κουρνιάσουν και να τα μανταλώσουν. Μετά ερχόταν η δική τους σειρά. Έπαιρναν το δείπνο, έτρωγαν το λιτό βραδινό φαγητό τους. Οι δραστηριότητες της ημέρας δεν τελείωναν στο δείπνο. Απ’ αυτόν άρχιζε ένας νέος κύκλος εργασιών και ψυχαγωγίας σε οικογενειακό και διαοικογενειακό επίπεδο. Άρχιζαν τα νυχτέρια. Αν χρησιμοποιούσαμε εργασιακή ορολογία θα λέγαμε σήμερα ότι άρχιζε η διανυκτέρευση.
Παλιότερα η οικογένεια ήταν μια μικρή βιοτεχνία, έπρεπε να εξασφαλίσει μόνη της ορισμένα αγαθά, όπως κάλτσες, φανέλες, παντόφλες, γουρνοτσάρουχα κ.α. Τέτοιες εργασίες γίνονταν τις νυχτερινές ώρες του χειμώνα.
Έτσι κάθε οικογένεια, ιδίως τα μεγάλα σε ηλικία μέλη ήταν υποχρεωμένα να ξενυχτήσουν. Άλλος ήταν ο ρόλος των γυναικών και άλλος των ανδρών. Οι άνδρες της οικογένειας, πατέρας , παιδιά και παππούς αν υπήρχε, είχαν απασχόληση με το ξεσπύρισμα του καλαμποκιού. Τα όψιμα καλαμπόκια που δεν προλάβαιναν να τα ξεφλουδίσουν και να τα λιάσουν , τα έκαναν αρμαθιές και τα κρεμούσαν στους τοίχους του κατώι ή των καλυβών τους για να ξεραθεί ο καρπός και να μη μουκιάσει. Άνοιγαν τα φλούστρια από τον καρπό του καλαμποκιού έκαναν θηλιά με αυτά και με πολλά τέτοια έκαναν αρμαθιές. Αυτή τη δουλειά έπρεπε να την κάνουν νωρίς γιατί θα τους προλάβαιναν οι ανεπιθύμητοι συνεργάτες , τα ποντίκια.
Άλλες δουλειές νυχτιάτικα που έκαναν οι άνδρες ήταν τα γουρνοτσάρουχα. Φυσικά την προεργασία να κόψουν το δέρμα του γουρουνιού σε φασκιές, λουρίδες και να το μαλακώσουν την έκαναν την ημέρα. Έτσι το πρωί είχαν να βάλλουν καινούργια παπούτσια. Επίσης ετοίμαζαν τα εργαλεία τους, ακόνιζαν κάνα μαχαίρι τροχούσαν καμιά λιάτα (μικρό τσεκούρι). Πάντως άνεργοι δεν έμειναν.
Οι γυναίκες μέσα στο σπίτι είχαν περισσότερες εργασίες. Δεν ήταν η καθαριότητα και το φαγητό που είχαν επιφορτισθεί, ασχολούνταν και με το γνέσιμο, πολλές φορές και με το λανάρισμα, το πλέξιμο, το κέντημα, τον αργαλειό και τα προικιά. Όλες αυτές οι εργασίες ήθελαν χρόνο και γίνονταν και την ημέρα και τη νύχτα. Με τις νυχτερινές εργασίες τα μέλη της οικογένειας είχαν την ευκαιρία να συνομιλούν , να σχολιάζουν την επικαιρότητα, να σχεδιάζουν το μέλλον τους, να λένε κάνα τραγουδάκι, να λένε γλωσσοδέτες και να ευθυμούν. Χωρίς μέσα ψυχαγωγίας , κυλούσε ευχάριστα η νύχτα του χειμώνα. Το ξημέρωμα της νέας ημέρας έφερνε νέες ελπίδες για τη ζωή.
Τα νυχτέρια που γίνονταν διαοικογενειακά είχαν χαρακτήρα ψυχαγωγικό. Σε κάθε γειτονιά το χειμώνα οι γυναίκες όριζαν συνήθως με σειρά τα σπίτια που θα συγκεντρώνονταν τις νυχτερινές ώρες μετά το δείπνο για να τις περάσουν ευχάριστα. Οι καλεσμένοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, προσέρχονταν έγκαιρα στο σπίτι που γινόταν το νυχτέρι και στρογγυλοκάθονταν. Η νοικοκυρά τους υποδεχόταν με χαρά και πρόσφερε στους καλεσμένους συνήθως παπαδέλες, εξαιρετικούς μεζέδες λουκάνικο και τους μεγάλους κερνούσε κρασί ή τσίπουρο.
Οι συγκεντρωθέντες εξέφραζαν τη χαρά τους με τα γέλια και τα πειράγματα. Αν υπήρχε κάποιο γεγονός που είλκυε το ενδιαφέρον τους για πολλή ώρα θα το ξεσκόνιζαν ! Θα έκριναν, θα κατέκριναν και στο τέλος θα έδιναν χάρι.
Τα πειράγματα δεν είχαν τέλος. Τα διέκοπταν διάφορες ιστορίες που διηγούνταν μερικοί που είχαν μεταδοτική ικανότητα, διάφορα ανέκδοτα και οι γλωσσοδέτες. Δεν αργούσε να έρθει η σειρά για το τραγούδι και το χορό. Οι καλλίφωνοι αφού κούρδιζαν τις χορδές του λάρυγγά τους με κάνα ποτήρι κρασί, έπιαναν τους δημοτικούς σκοπούς και τραγουδούσαν. Αμέσως έπιαναν δουλειά οι χορευταράδες.
Για να χορέψουν όλοι οι καλεσμένοι από ένα τσάμικο και ένα συρτό χορό οι τραγουδιστάδες θα βράχνιαζαν. Εξ’ άλλου θα είχαν να το λένε την άλλη μέρα με ευχαρίστηση. Μέσα ψυχαγωγίας, δηλαδή μηχανήματα αναπαραγωγής ήχου, όπως το γραμμόφωνο, ελάχιστοι είχαν και τα χρησιμοποιούσαν μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις (γιορτή, γάμος κ.α.). Εξαίρεση αποτελούσε ο Γιάννης Τσιαχρής, αγροφύλακας για πολλά χρόνια στο χωριό μας. Είχε αγοράσει γραμμόφωνο με αρκετούς δίσκους δημοτικών τραγουδιών και σε κάθε νυχτέρι στη γειτονιά μας ήταν από τους πλέον ευπρόσδεκτους καλεσμένους. Παρείχε δωρεάν ψυχαγωγία. Το γραμμόφωνο παραμέρισε τους τραγουδιστάδες και μετέδιδε τα καλύτερα μουσικά ακούσματα δημοτικών τραγουδιών. Γαλουχηθήκαμε μουσικά με δημοτικούς σκοπούς τραγουδιών που τραγουδήθηκαν από τον μεγάλο ερμηνευτή δημοτικών τραγουδιών το Γιώργο Παπασιδέρη. Ακόμη ηχούν στα αυτιά μας τα τραγούδια με τη φωνή του ανωτέρω τραγουδιστή. Κόρη που πας στον ποταμό, Το παπάκι, Καραγκούνα πάει στη βρύση, Πουλάκι ξένο, Να’ σαν τα νιάτα δυο φορές, Πουλιά μου διαβατάρικα, Στη βρύση την κρυόβρυση κ.α.
Μεγάλη χαρά και ευχαρίστηση έδιναν τα νυχτέρια στους ανθρώπους. Οι ατέλειωτες νυχτερινές ώρες του χειμώνα έδιναν ευκαιρίες για ψυχαγωγία, γνωριμία και επικοινωνία. Πόσες φορές τα νυχτέρια αποτέλεσαν αφορμή για ειδύλλια ή να ξεκινήσουν συνοικέσια! Ήταν όλα μέσα στη ζωή. Άλλες εποχές άλλα ήθη και έθιμα