Η γριά ξεμούτεψε!

 

 

Η ΓΡΙΑ ΞΕΜΟΥΤΕΨΕ!

Όσο περνούν τα χρόνια τόσο οι αλλαγές στο σώμα και στο χαρακτήρα των ανθρώπων γίνονται αισθητές, ιδιαίτερα στα γηρατειά. Τότε τον εγκαταλείπουν οι σωματικές και πνευματικές δυνάμεις.

Η λογική υποχωρεί, η ηθική αμβλύνεται, οι ιδιοτροπίες εμφανίζονται και προσδιορίζουν έναν άνθρωπο τελείως διαφορετικό από αυτόν που γνωρίσαμε μεσήλικα. Η φράση που λέμε πολλές φορές ότι αυτός ξεκούτιανε, τα λέει όλα.

Μια εικόνα τέτοιου ανθρώπου μπορούμε να τη δανειστούμε από την καναλιώτικη κοινωνία.-Ας πάμε από τώρα τέσσερις γενιές στο παρελθόν και να σταματήσουμε στην Αγγελογιάνναινα στα Κάτω Κανάλια.-

Ζώντας σε βαθειά γηρατειά η γυναίκα αυτή φανέρωσε πολλές αδυναμίες και ιδιοτροπίες που την έκαναν να χωρίσει τα τσανάκια της από τον άνδρα της. Δεν είχαν και πολλά να μοιράσουν και έτσι είχαν και λιγότερες γκρίνιες. Χώρισαν όμως τις κότες τους και κάθε μέρα τις παρακολουθούσαν πού θα γεννήσουν για να μαζέψουν τα αυγά. Ο μεγάλος καβγάς γινόταν για τις αμφισβητούμενες κότες. Άγρυπνοι παρακολουθούσαν πότε θα γεννήσουν. Τότε έτρεχαν να πάρουν τ’ αυγά και ο πρώτος που τα έβλεπε ήταν ο τυχερός! Ένα τέτοιο αυγό έδινε αφορμή για ανελέητο λογοκόπημα και από τις δύο πλευρές. Αν τα λόγια ήταν και πικάντικα, τότε γινόταν μεγάλο πατιρντί!

Κάποτε της Αγγελογιάνναινας ο σύζυγος και τα παιδιά τη μαλώσανε, αυτή το πήρε στα σοβαρά, στεναχωρήθηκε πολύ, και για να τους εκδικηθεί μούτεψε, έγινε μουγκή, κωφάλαλη. Προσποιούταν ότι δεν άκουγε, δεν μιλούσε, ούτε συμμετείχε στα κοινά, ιδίως στο οικογενειακό τραπέζι. Προσπαθούσε να ικανοποιήσει την πείνα της στα κρυφά.

Παρά τις παρακλήσεις του συζύγου και των παιδιών της δεν έδειχνε σημεία ανάνηψης. Άρχισαν τότε οι δικοί της άνθρωποι να ανησυχούν μήπως έχει κάποιο σοβαρό πρόβλημα. Κάλεσαν το γιατρό που τον είχαν  με κοντότα, δηλαδή πλήρωναν το γιατρό για ορισμένο χρόνο με διάφορα είδη ή και με χρήματα.

Ο γιατρός ήρθε και αφού πληροφορήθηκε το ιστορικό της Αγγελογιάνναινας θέλησε να την εξετάσει αλλά αυτή αρνήθηκε πεισματικά. Τότε ο γιατρός φώναξε την κόρη της τη Μαρία και ζήτησε να φτιάξει μια πίτα με πολλά αυγά για να φάνε. Η Μαρία πρόθυμα δέχτηκε να ικανοποιήσει το αίτημα του γιατρού. Πήρε τ’ αυγά που τα είχε κρυμμένα η μάνα της και με υπόδειξη του γιατρού τα έσπαζε μπροστά της αδιάλειπτα.

Η Αγγελογιάνναινα μπροστά στο θέαμα αυτό αγρίεψε τόσο πολύ που αν μπορούσε θα έσπαζε αντί για τα αυγά, τα κεφάλια όλων! Όταν έσπασαν και το 18ο αυγό η γριά δεν κρατήθηκε άλλο και φώναξε: «Φτάνει πια! Μη σπας άλλα αυγά Μαρία!» Και ο γιατρός με τη σειρά του είπε: «Η γριά ξεμούτεψε! Βρήκε τη λαλιά της!» Το σπάσιμο των αυγών, έσπασε τη μουγγαμάρα της Αγγελογιάναινας. Η ιστοριούλα αυτή ας μας προβληματίσει και για τα δικά μας γηρατειά και να ευχόμαστε να είναι τα τέλη της ζωής μας ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά και προετοιμασμένα για την καλήν απολογία, όπως εύχεται η Εκκλησία μας.